Δεν υπήρχε γωνιά και ουρά στη Θεσσαλονίκη που να μην κρύβεται από πίσω η Μόνικα: από τις ατελείωτες ουρές έξω από το Ολύμπιον που περίμεναν τη γνωστή σταρ να καταφθάσει, λιτή και απέριττη, πάντα στα μαύρα ή στο πεντάστερο ξενοδοχείο όπου διέμενε όπου οι αμέτρητοι φαν περίμεναν απέξω για μια φωτογραφία.
Ακόμα και αν έχουν συμπληρωθεί σχεδόν έξι δεκαετίες από τότε που η απόλυτη μεσογειακή γυναίκα-μια υπενθύμιση της απέριττης ομορφιάς που δεν χωράει σε εξώφυλλα-ήρθε στη ζωή, ο μύθος που έθρεψε το όνομα της, το σύμβολο που εξέφρασε για χιλιάδες χιλιάδες και άνδρες, είναι συνώνυμο με μια νοσταλγία που ίσως να έχουν ανάγκη οι άνυδρες εποχές που ζούμε. Ίσως γι αυτό στο φετινό 64ο φεστιβάλ, που ήδη φέτος μας έχει χαρίσει εξαιρετικές στιγμές, αρκούσε αυτό το όνομα για να στρωθούν τα κόκκινα χαλιά-πράγμα σπάνιο για τη Θεσσαλονίκη-αλλά και να προστεθεί η απαραίτητη χρυσόσκονη που ταιριάζει απόλυτα στο όνομα Μόνικα.
Ξαναβλέποντας τη «Μαλένα» του Τζουζέπε Τορνατόρε, με αυτή την αδιανόητη παρουσία της εκτυφλωτικής ομορφιάς που, όπως έλεγε και ο Όσκαρ Γουάιλντ, δεν χρειάζεται αποδείξεις-ξαναθυμηθήκαμε την ποιότητα των σπουδαίων πρωταγωνιστριών που θέλουν πολλά επίθετα για να μπορούν να περιγραφούν όπως «όμορφη», «εκτυφλωτική» ή «ανεπανάληπτη». Ως συνέχεια της Σοφία Λόρεν η Μόνικα Μπελούτσι μπορεί και ξεσηκώνει ακόμα το κοινό όλων των ηλικιών που αντιδρούν με ανάλογο ενθουσιασμό όχι μόνο στην παρουσία της αλλά και στο όνομά της. Ένας απόλυτος μύθος εν ζωή.
Το καλύτερο, όμως, είναι ότι σε όλα αυτά η ίδια παραμένει εντελώς σεμνή και προσηνής: στάθηκε συγκινημένη δίπλα στον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ Ορέστη Ανδρεαδάκη όταν της έδωσε την Πέμπτη το βράδυ, σε ειδική τελετή στο Ολύμπιον, τον Χρυσό Αλέξανδρο ευχαριστώντας μας στα ελληνικά και λέγοντας πόσο πολύ αγαπάει τη χώρα μας, απάντησε με χαρά σε όλες τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων στη μεσημεριανή συνέντευξη τύπου με τον εξαιρετικό συντονισμό του Γιώργου Κρασσακόπουλου και υποδέχτηκε με άνεση τους συνδαιτημόνες στα γεύματα και στα δείπνα. Επίσης, δεν αρνήθηκε ούε στιγμή να φωτογραφηθεί με τους άπειρους θαυμαστές της και να δεχτεί τα λουλούδια που της χάριζε ο κόσμος στο πέρασμά της. Ακόμα και σε αυτό το στενό, κλειστό δείπνο στα Λαδάδικα είχε μια κουβέντα να πει τόσο με τους επώνυμους συνδαιτημόνες όπως την Όλγα Κεφαλογιάννη και τον σύζυγό της Μίνω Μάτσα, όσο και με τους υπόλοιπους συντελεστές ενώ δεν δίστασε να βουτήξει το ψωμί της, ως σωστή Μεσογειακή γυναίκα, στην ταραμοσαλάτα που είχε σερβιριστεί για χάρη της. Μια γυναίκα, εξάλλου, που καταλαβαίνει τον πόνο που προκαλεί ο έρωτας στο είδωλό της τη Μαρία Κάλλας, την οποία έχει ερμηνεύσει μοναδικά, το φαγητό πρέπει να απολαμβάνεται απόλυτα, όπως και η επιθυμία, όπως και ο ρόλος τον οποίο βλέπει ως αποστολή ζωής.
Γι αυτό και η ίδια η Μπελούτσι δεν είχε κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί πως η σχέση της με τα μίντια και τη σχετική έκθεση παραμένει άκρως επιλεκτική και σύντομη. «Η αλήθεια είναι πως δεν νιώθω πως βρίσκομαι πάντα στο προσκήνιο, παρά μόνο όταν είμαι στη διαδικασία προώθησης μιας νέας ταινίας ή ενός νέου πρότζεκτ. Τις υπόλοιπες στιγμές, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να μένω στις σκιές” απάντησε χαρακτηριστικά σε σχετική ερώτηση που έθεσε ο συντονιστής της κουβέντας, Γιώργος Κρασσακόπουλος. “Στον συγκεκριμένο τομέα, διδάχτηκα πολλά από την Κάλλας, η οποία δεν ήταν απλώς μια θρυλική σοπράνο, αλλά μια θαρραλέα γυναίκα που βρήκε το θάρρος να ζήσει τη ζωή της σύμφωνα με τις επιθυμίες της, βρίσκοντας το κουράγιο να πάρει διαζύγιο σε μια εποχή που μια τέτοια κίνηση ήταν με κάθε τρόπο απαγορευμένη στην Ιταλία. Η Κάλλας ακολούθησε την καρδιά της έχοντας αρχικά θυσιάσει τα νιάτα της στον βωμό της τέχνης και του ταλέντου της. Σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν γνώρισε τον Ωνάση, ανακάλυψε εκ νέου τη θηλυκότητά της, την οποία θέλησε να ζήσει στο έπακρο», ανέφερε χαρακτηριστικά, προτού κάνει μνεία στις ομοιότητες που συνδέουν τη Μαρία Κάλλας και την ηρωίδα που υποδύεται στη Μαλένα. «Το κοινό νήμα που ενώνει αυτές τις δύο ταινίες, παρόλο που απέχουν μεταξύ τους περίπου είκοσι χρόνια, είναι ότι έχουν στο επίκεντρό τους δύο γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Σε γενικές γραμμές, νιώθω τυχερή που ξεκίνησα την καριέρα μου στο σινεμά σε ηλικία 25 ετών και όχι νωρίτερα. Στη Μαλένα για παράδειγμα, υποδύομαι μια γυναίκα στα 27 της, ενώ εκείνη την εποχή ήμουν δέκα χρόνια μεγαλύτερη, σε τελική ανάλυση όμως αυτή είναι και η ομορφιά του σινεμά. Σε εκείνη την ηλικία, ήξερα πώς να προστατεύσω τον εαυτό μου, το ίδιο νιώθω πως ισχύει και για την κόρη μου, η οποία επίσης εργάζεται τόσο ως ηθοποιός όσο και ως μοντέλο» είπε χαρακτηριστικά.
Το προηγούμενο βράδυ, την ημέρα της άφιξης της στην πόλη, η διάσημη σταρ είχε παρουσιάσει την ταινία Μαρία Κάλλας: επιστολές και αναμνήσεις σε συν-σκηνοθεσία Γιάννη Δημολίτσα, με τον οποίο ομολόγησε ότι είχε άψογη συνεργασία. Και αφού ευχαρίστησε τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ, Ορέστη Ανδρεαδάκη, είπε ότι ήταν πραγματικά “αξέχαστη εμπειρία”, το να συνεργάζεται με έναν ταλαντούχο Έλληνα σκηνοθέτη όπως ο Γιάννης Δημολίτσας. «Σημαίνει πολλά για μένα να βρίσκομαι εδώ, ξέρετε πόσο αγαπώ την Ελλάδα, επισκέπτομαι εξάλλου συνέχεια τη χώρα σας» υποστήριξε. «Νιώθω ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι έχω ερμηνεύσει μια εμβληματική φιγούρα της τέχνης και του πολιτισμού, τη Μαρία Κάλλας. Το σημαντικότερο όμως για μένα είναι ότι μέσα από αυτή την εμπειρία ανακάλυψα τη διττή φύση της Κάλλας. Αφενός, μια αληθινή ντίβα, με θεϊκό χάρισμα και ταλέντο. Αφετέρου, μια γυναίκα με αυθεντικά αισθήματα, αυθορμητισμό και αγνή καρδιά. Τόσο η θεατρική παράσταση όσο και η ταινία εξερευνούν περισσότερο τη Μαρία παρά την Κάλλας, ρίχνοντας φως στις ελπίδες και στα όνειρα μιας νεαρής γυναίκας, αλλά και στην ωριμότητα και στις δυσκολίες που βίωσε ως καταξιωμένη σταρ, καθώς πάλευε να βρει ισορροπία ανάμεσα στην καλλιτεχνική της επιτυχία και την ιδιωτική της ζωή», είπε χαρακτηριστικά.
Κάθε φορά, άλλωστε, που μιλάει για την Κάλλας είναι χειμαρρώδης: «Δεν είναι τυχαίο ποιες ηθοποιοί και καλλιτέχνιδες έχουν ενσαρκώσει την Κάλλας, από τη Φανί Αρντάν μέχρι τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, ενώ στο προσεχές μέλλον θα δούμε και την Αντζελίνα Τζολί σε έναν αντίστοιχο ρόλο» είπε προσθέτοντας ότι είναι πολύ τυχερή που βλέπει το όνομά της να φιγουράρει δίπλα σε αυτά καταξιωμένων γυναικείων καλλιτεχνών και δημιουργών.
«Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στη διαπίστωση ότι η προσωπικότητα και η ακτινοβολία της Μαρίας Κάλλας εξακολουθούν να εμπνέουν και να συναρπάζουν. Η παράσταση στο Ηρώδειο ήταν μια από τις δυνατές στιγμές σε ολόκληρη την καριέρα μου, όπως και η τριετής περιοδεία με την παράσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Μαρία Κάλλας υπήρξε ένα πραγματικό ορόσημο της ελληνικής ιστορίας, οπότε ήταν πολύ σημαντικό για μένα να νιώσω ότι με αποδέχεται το ελληνικό κοινό στον συγκεκριμένο ρόλο», προσέθεσε σχετικά. Βέβαια μια μεγάλη σταρ όπως η Μπελούτσι δεν μπορεί κάποια στιγμή να έχει βιώσει αντίστοιχες παραληρηματικές εμπειρίες εκ μέρους του κοινού-και εμείς αυτό το είδαμε, σε μικρό βαθμό, έστω όψιμα, εδώ στη Θεσσαλονίκη. Και παρότι έχει μεγάλη εμπειρία στον κινηματογράφο έχοντας πλέον συμμετάσχει σε μια σειρά από ταινίες, δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο με το θέατρο: «Για να είμαι ειλικρινής αρχικά φοβόμουν, καθότι στο θέατρο η σχέση με το κοινό είναι διαφορετική, αφιλτράριστη, πιο άμεση, πιο ειλικρινής και δυνατή. Υποθέτω πως ο σκηνοθέτης Τομ Βολφ με επέλεξε και λόγω και της μεσογειακής εμφάνισης και καταγωγής μου. Ένα άλλο κοινό στοιχείο που μπορώ να εντοπίσω είναι ότι η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, έπειτα ήρθε στην Ελλάδα, έγινε σταρ στην Ιταλία και στη συνέχεια μετακόμισε στο Παρίσι. Όπου και να έζησε, όσο και να λατρεύτηκε από το κοινό, δεν έπαψε να νιώθει ξένη ή έστω φιλοξενούμενη σε έναν τόπο και αυτό είναι κάτι που μπορώ να συναισθανθώ» απάντησε σε σχετική ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου, ο οποίος τόλμησε να τη ρωτήσει αν η Ιταλίδα σταρ αντέχει τελικά όλα τα μίντια που έχουν διαρκώς τα φώτα πάνω της: «Η αλήθεια είναι πως δεν νιώθω πως βρίσκομαι πάντα στο προσκήνιο, παρά μόνο όταν είμαι στη διαδικασία προώθησης μιας νέας ταινίας ή ενός νέου πρότζεκτ. Τις υπόλοιπες στιγμές, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να μένω στις σκιές. Στον συγκεκριμένο τομέα, διδάχτηκα πολλά από την Κάλλας, η οποία δεν ήταν απλώς μια θρυλική σοπράνο, αλλά μια θαρραλέα γυναίκα που βρήκε το θάρρος να ζήσει τη ζωή της σύμφωνα με τις επιθυμίες της, βρίσκοντας το κουράγιο να πάρει διαζύγιο σε μια εποχή που μια τέτοια κίνηση ήταν με κάθε τρόπο απαγορευμένη στην Ιταλία. Η Κάλλας ακολούθησε την καρδιά της έχοντας αρχικά θυσιάσει τα νιάτα της στον βωμό της τέχνης και του ταλέντου της. Σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν γνώρισε τον Ωνάση, ανακάλυψε εκ νέου τη θηλυκότητά της, την οποία θέλησε να ζήσει στο έπακρο», ανέφερε χαρακτηριστικά, προτού κάνει μνεία στις ομοιότητες που συνδέουν τη Μαρία Κάλλας και την ηρωίδα που υποδύεται στη Μαλένα. «Το κοινό νήμα που ενώνει αυτές τις δύο ταινίες, παρόλο που απέχουν μεταξύ τους περίπου είκοσι χρόνια, είναι ότι έχουν στο επίκεντρό τους δύο γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Σε γενικές γραμμές, νιώθω τυχερή που ξεκίνησα την καριέρα μου στο σινεμά σε ηλικία 25 ετών και όχι νωρίτερα. Στη Μαλένα για παράδειγμα, υποδύομαι μια γυναίκα στα 27 της, ενώ εκείνη την εποχή ήμουν δέκα χρόνια μεγαλύτερη, σε τελική ανάλυση όμως αυτή είναι και η ομορφιά του σινεμά. Σε εκείνη την ηλικία, ήξερα πώς να προστατεύσω τον εαυτό μου, το ίδιο νιώθω πως ισχύει και για την κόρη μου, η οποία επίσης εργάζεται τόσο ως ηθοποιός όσο και ως μοντέλο».
Αμέσως μετά, απαντώντας σε ερώτηση για το αν της προκαλεί ανησυχία ο άγραφος νόμος της βιομηχανίας του κινηματογράφου που θέλει τους ηθοποιούς σε μεγαλύτερη ηλικία να δυσκολεύονται να βρουν ενδιαφέροντες ρόλους, δήλωσε πως είναι μάταιο να αντιμάχεσαι το πέρασμα του χρόνου. «Ειλικρινά δεν με απασχολεί η ηλικία μου, είναι μάταιο να παλεύεις ενάντια στον χρόνο, είναι απολύτως βέβαιο πως θα χάσεις. Θα έπρεπε να αισθανόμαστε τυχεροί που μεγαλώνουμε, ιδίως αν μας περιβάλλουν άνθρωποι που μας αγαπούν και τους αγαπάμε. Όσο και να ακούγεται κοινότυπο, τα πράγματα που με κάνουν να νιώθω ζωντανή και να μη σκέφτομαι τον χρόνο που κυλά είναι η οικογένεια, οι φίλοι μου και το πάθος για τη δουλειά μου. Προσωπικά μιλώντας, νιώθω ευλογημένη που έχω την ευκαιρία μέσα από τη δουλειά μου να γνωρίσω ενδιαφέροντες νέους ανθρώπους και δημιουργούς. Την ίδια στιγμή, όσο μεγαλώνεις, αντιλαμβάνεσαι πως αυτό που μετρά είναι η αληθινή ζωή. Πιστεύω πως τα όσα περάσαμε με την πανδημία, ανάγκασαν πολλούς από εμάς να αναθεωρήσουμε τη στάση μας και να αποδεχτούμε πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ό,τι σημαντικότερο έχουμε».
Ομολόγησε μάλιστα ότι δεν έχει πρόβλημα να συνεργαστεί εξίσου με έμπειρους, όσο και άγνωστους δημιουργούς και μάλιστα σε ταινίες χαμηλού προυπολογισμού, αν θεωρήσει ότι το περιεχόμενο την εκφράζει: «Στην πραγματικότητα, αυτό που απασχολεί είναι να μου μεταδώσει ένα πρότζεκτ πάθος και ενδιαφέρον, ορισμένες φορές μάλιστα είναι πολύ ευχάριστη η σκέψη πως η δική σου παρουσία ενδέχεται να βοηθήσει έναν νέο δημιουργό να προωθήσει το έργο του. Για παράδειγμα, τη βραδιά της παράστασης στο Ηρώδειο, σε αυτόν τον μαγικό χώρο, κάτω από φως του φεγγαριού και με συνοδεία αυτή την εκπληκτική ορχήστρα σε διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, ήξερα πως πρέπει να ανταποκριθώ, γιατί οι απαιτήσεις ήταν πολύ υψηλές. Δεν με απασχολεί το μέγεθος μιας παραγωγής, αλλά η δυνατότητα να μάθω καινούργια πράγματα τόσο ως ηθοποιός όσο και ως άνθρωπος», απάντησε αρχικά, προτού σταθεί στο πώς βιώνει και ερμηνεύει τις μεγάλες αλλαγές στο τοπίο της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Το τέλος του σινεμά;
«Υπήρξε πράγματι μια εποχή στην οποία όλοι μας φοβηθήκαμε πως το τέλος του σινεμά είναι κοντά, αλλά ευτυχώς διαψευστήκαμε» σχολίασε χαρακτηριστικά σε ερώτηση για το πως τελικά βιώνει τις αλλαγές στη μεγάλη οθόνη. «Παρόλα αυτά, οφείλω να ομολογήσω πως παρακολουθώντας ορισμένες αξιόλογες ταινίες στο Netflix, όπως το Blonde του Άντριου Ντόμινικ ή την καινούργια ταινία του Ρομέν Γαβρά, αισθάνθηκα πως είναι κρίμα που το κοινό δεν θα τις παρακολουθήσει στη μεγάλη οθόνη, διότι η εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Μια αλλαγή που βίωσα η ίδια στην καριέρα μου είναι ότι παλαιότερα, στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, ακόμη και του ’60, το ιταλικό σινεμά αποτελούσε διαβατήριο για μια διεθνή καριέρα. Πολλές διάσημες ιταλίδες ηθοποιοί, όπως η Σιλβάνα Μάνγκανο, η Τζίνα Λολομπρίτζιντα, η Σοφία Λόρεν, η Άννα Μανιάνι, η Μόνικα Βίτι, η Τζουλιέτα Μαζίνα, απέκτησαν διεθνή φήμη μέσα από το ιταλικό σινεμά. Τώρα, φυσικά, οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές και η διεθνής καριέρα είναι μια πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία. Είχα πάντως την τύχη να συνεργαστώ με πολλούς σκηνοθέτες από πολλές διαφορετικές χώρες, αντλώντας στοιχεία και γνώσεις από πολλές διαφορετικές κουλτούρες. Όσο για τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής, τολμώ να πω ότι έχω προσαρμοστεί, συμμετέχοντας σε τηλεοπτικές παραγωγές όπως το Mozart in the Jungle και το Call My Agent».
Την έχουμε δει πάντως να μη φοβάται να στραπατσαριστεί, όποτε χρειάζεται: την έχουμε δει να δείχνει τις σωματικές της ατέλειες στην ταινία «Κατάσκοποι» του Φρέντερικ Σεντορφέρ, όπου συμπρωταγωνιστούσε μαζί με τον άνδρα της αλλά και στο Call My Agent, όπου ερμηνεύει μια δραματοποιημένη εκδοχή του εαυτού της, αλλά και στην απολαυστική guest εμφάνισή της στο Twin Peaks: The Return του Ντέιβιντ Λιντς. Είπε,μάλιστα σχολιάζοντας σχετικά πως «Όσο μεγαλώνεις, παίρνεις απόσταση από κάθε τεχνητή εικόνα του εαυτού σου, μαθαίνοντας ότι πρέπει να διαχωρίζεις την πραγματικότητα από τη φαντασία. Το πρωί που ξυπνάω, δεν φοράω τακούνια, ούτε make-up. Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που εργάζεται στη βιομηχανία του σινεμά», σχολίασε σχετικά η Μόνικα Μπελούτσι.
Τέλος η Μόνικα Μπελούτσι δεν αρνήθηκε να μιλήσει αναλυτικά για τη μεγάλη της αγάπη και εμμονή τη Μαρία Κάλλας «Η ιστορία της με άγγιξε πολύ γιατί δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως υπήρξε μια γυναίκα με ραγισμένη καρδιά, μια γυναίκα που κατέρρευσε από αγάπη. Είδα την αληθινή εικόνα πίσω από τη σταρ, ένιωσα πως συνάντησα μια αδερφή ψυχή που αναζητούσε την αγάπη και την επαφή. Η ίδια είχε αναφερθεί πολλές φορές σε συνεντεύξεις της στις αθεράπευτες πληγές της, από τον Ωνάση μέχρι το γεγονός ότι δεν απέκτησε ποτέ οικογένεια και τις τεταμένες σχέσεις με την αδερφή και τη μητέρα της. Στην ταινία που παρακολουθήσατε χθες, ο στόχος μας ήταν να απεικονίσουμε τη μοναξιά που τη βασάνισε στην προσωπική της ζωή, γι’ αυτό και γυρίσαμε τις σκηνές στο αδειανό της διαμέρισμα στο Παρίσι, για να μεταδώσουμε την αίσθηση της εγκατάλειψης που ένιωθε. Μια σταρ που λατρεύτηκε από το κοινό, στην προσωπική της ζωή ένιωθε στερημένη από αγάπη. Το στοιχείο αυτό με άγγιξε πολύ βαθιά». Για να καταλήξει με τη γνωστή φράση της Ιπέρ. «Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είχε πει κάποτε πως κάθε γυναίκα ηθοποιός κρύβει μεσα της μια πριγκίπισσα-και αυτή πρέπει, κάθε φορά, να ανακαλύπτει». Μια τέτοια σταρ είναι η Μόνικα Μπελούτσι είτε τη φυσάει το ανάλαφρο αεράκι του Βαρδάρη, είτε η Σαντα Άνα στο Μπέρβελι Χιλς-σε οποιαδήποτε στιγμή και ηλικία. Και όπως αποδείχτηκε στη Θεσσαλονίκη, δεν θα είναι μόνο η Μπελούτσι αλλά για πάντα η δική μας Μόνικα.