Την σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν αρκετά νοικοκυριά στην Ελλάδα, εν μέσω της ακρίβειας, αποτυπώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν πόσοι άνθρωποι στη χώρα μας αντιμετωπίζουν πρόβλημα στο να εξασφαλίσουν επαρκές και ποιοτικό φαγητό.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 7% του πληθυσμού στην Ελλάδα (6,5% στη περσινή έκθεση) δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,6% (1,4% στη περσινή έκθεση) βίωσε σοβαρή ανεπάρκεια, δηλαδή περιόδους όπου έμεινε εντελώς χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Από το 2019 έως το 2024, η διακύμανση της μέτριας ή σοβαρής ανεπάρκειας τροφής στην Ελλάδα κυμάνθηκε μεταξύ 6 και 8%, ενώ η σοβαρή ανεπάρκεια παρέμεινε γύρω στο 1,5%.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα καταγράφει ελαφρώς χαμηλότερα ποσοστά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO (2025), ο μέσος όρος μέτριας ή σοβαρής ανεπάρκειας τροφής στην Ευρώπη ανέρχεται σε 7,4% ενώ ο αντίστοιχος για τη σοβαρή ανεπάρκεια στο 1,8%.
Η Ελλάδα (6,6% και 1,5% αντίστοιχα) παραμένει κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και απέχει σημαντικά από χώρες όπως η Ρουμάνια (18,6%), η Πορτογαλιά (11,9%) και η Βουλγαρία (11,6%).
Πολύ χαμηλά ποσοστά εμφανίζουν η Ιταλία (1,7%), η Ελβετία (2%) και το Λουξεμβούργο (2,6%).