Στα μέσα Δεκεμβρίου τα σχολεία στο Σεράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, έκλεισαν. Οι μαθητές παρέμειναν στα σπίτια για να προφυλαχθούν από το πυκνό νέφος που έπνιγε επί εβδομάδες την πόλη, δηλητηριάζοντας τα πνευμόνια των ανθρώπων.
«Πιο κάτω» στα Σκόπια, τουλάχιστον 1.000 άνθρωποι βγήκαν μια μέρα στους δρόμους για να αξιώσουν από τις αρχές να λάβουν μέτρα προστασίας του πληθυσμού από την ατμοσφαιρική ρύπανση, ενώ η κυβέρνηση απηύθυνε έκκληση στους κατοίκους, ιδίως στους ασθενείς, τις εγκύους και τα παιδιά, να περιορίσουν τις εξόδους.
Συγκεντρώσεις έγιναν και στο Τέτοβο, φωνές για «δολοφονικό νέφος» ακούγονται στο Βελιγράδι, την Πρίστινα, τα Τίρανα, σχεδόν παντού στις χώρες της δυτικής βαλκανικής.
Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, καθώς κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους η ζωή των κατοίκων στις μεγαλουπόλεις αλλά και σε μικρότερες κυλάει σ’ ένα σύννεφο αιωρούμενων σωματιδίων, πολλαπλάσια υψηλότερα από τα όρια που θέτουν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Κάποτε θα ερχόταν και αυτή η ώρα.
Υπεύθυνες «οι συνθήκες»
Η κατάρρευση του συστήματος και οι πόλεμοι που ακολούθησαν, γέννησαν πόλεις-τέρατα και τώρα οι άνθρωποι πληρώνουν με την υγεία τους τον λογαριασμό. Είναι υποχρεωμένοι να βιώνουν τον εφιάλτη της ρύπανσης, αναπνέοντας επικίνδυνα σωματίδια, τα οποία διεισδύουν βαθιά στους πνεύμονες, προκαλώντας σε βάθος χρόνου ανεπανόρθωτες βλάβες.
Είναι το νέφος μια παράπλευρη συνέπεια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, των πολεμικών συγκρούσεων και της φτώχειας που σάρωσε και σαρώνει τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων;
Υπάρχει οπωσδήποτε μεγάλη σχέση. Οι πόλεμοι άδειασαν την ύπαιθρο, φόβισαν τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν μαζικά τα χωριά στις εμπόλεμες περιοχές και κατέφυγαν πρόσφυγες στις πόλεις προς αναζήτηση ασφάλειας. Αλλά και όταν ήρθε η ειρήνη, η αστυφιλία δεν ανακόπηκε καθώς ελάχιστοι επέστρεψαν στα ρημαγμένα από τις συγκρούσεις χωριά, ενώ πολλαπλάσιοι κατέφθαναν στα αστικά κέντρα προς αναζήτηση εργασίας.
Αποτέλεσμα; Εκαναν σιγά σιγά την εμφάνισή τους στις παρυφές των μεγάλων πόλεων, αλλά και μέσα σε αυτές οικιστικά εξαμβλώματα με ό,τι σήμαινε αυτό για την υποβάθμιση της ζωής των ανθρώπων. Ο πληθυσμός στην Πρίστινα μέσα σε δύο χρόνια, όσο κράτησε ο πόλεμος και η αστάθεια, από 200.000 έφτασε τις 600.000!
Το Σεράγεβο μετά τον πόλεμο εμφανίστηκε να έχει διπλάσιο πληθυσμό, ενώ τα Τίρανα είχαν επί Χότζα 270.000, και τώρα αριθμούν περισσότερο από ένα εκατομμύριο, τρεις φορές πάνω δηλαδή. Μάλιστα στις παρυφές της πόλης, Αλβανοί του Βορρά που μετανάστευσαν στην πρωτεύουσα έχτισαν αυθαίρετα μια ολόκληρη πόλη 130.000 ανθρώπων, το Μπαθόρε.
Ηταν η εποχή, δεκαετία του 1990-2000, που λόγω της διάλυσης των πάντων ο καθένας έχτιζε ό,τι ήθελε, όπως ήθελε, ακόμα και μέσα σε πάρκα, οι πόλεις μεγάλωναν χωρίς σχέδιο και προδιαγραφές, οι δρόμοι γέμιζαν με παλαιάς τεχνολογίας αυτοκίνητα που «ξερνούσαν» κάπνα, ενώ τα εργοστάσια χτίζονταν κοντά στα αστικά συγκροτήματα.
Οι κάτοικοι μέσα στη φτώχεια τους έκαιγαν και εξακολουθούν να καίνε στις σόμπες και τα τζάκια από ξύλα (στο Βελιγράδι εξαφανίστηκε από τις παρυφές της πόλης ένα ολόκληρο δάσος) και στην Πρίστινα λιγνίτη (!), ενώ στα Σκόπια ο Γκρούεφσκι έκοψε τα δέντρα από το κέντρο της πόλης και ανήγειρε φαραωνικά κτίρια και ανδριάντες, τα οποία εμποδίζουν την κυκλοφορία των αέριων ρευμάτων, δημιουργώντας συνθήκες ασφυξίας. Σήμερα ο κόμπος έφτασε στο χτένι.
Ο εχθρός δεν είναι πλέον ο Σέρβος, ο Αλβανός, ο Κροάτης, ο Βόσνιος μουσουλμάνος, αλλά ο μολυσμένος αέρας που αναπνέουν τα παιδιά του Σεράγεβο, οι ευπαθείς ομάδες στο Κόσοβο και τα Τίρανα, οι πολίτες στα Σκόπια, που καλούνται να κλειστούν στα σπίτια για να μη γεμίσουν τα πνευμόνια τους δολοφονικά σωματίδια. Πολλοί το συνειδητοποιούν και βγαίνουν στους δρόμους, ένα κύμα διαμαρτυρίας που συνεχώς μεγαλώνει.