Μια γιαγιά- με επτά εγγόνια- έγινε συνοδός πολυτελείας στα 47 της χρόνια, καθώς είχε… βαρεθεί τις τυχαίες γνωριμίες που δεν οδηγούσαν πουθενά αλλού πέρα από το κρεβάτι. Σήμερα, στα 57 της χρόνια, με το βιβλίο της «Tara Behind Closed Doors», αποκαλύπτει τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες με στόχο να «σπάσει» το στίγμα του επαγγέλματος…
Η Tέιλορ Τάρα, από το Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, ξεκίνησε να βγαίνει ξανά ραντεβού μετά από δέκα χρόνια μοναχικής ζωής, αλλά πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι οι άντρες, με τους οποίους έβγαινε, ήθελαν μόνο «ένα πράγμα» από αυτήν. «Τότε σκέφτηκα, πως εφόσον αυτό είναι το μόνο που θέλουν από εμένα, θα πρέπει να το πληρώσουν!», λέει γελώντας στη DAILY MAIL. Αφού ξεφύλλισε μια τοπική εφημερίδα, η Τέιλορ, που ήταν τότε μητέρα τριών παιδιών, ένιωσε την «καρδιά της να χτυπά γρήγορα» καθώς καλούσε τον αριθμό ενός πορνείου που βρήκε στις τελευταίες σελίδες με τις «προσωπικές καταχωρήσεις». Μέσα σε λίγες ώρες, η Τέιλορ βρέθηκε να στέκεται σε ένα δωμάτιο, «περιτριγυρισμένη από όμορφες γυναίκες» καθώς περίμενε με αγωνία τους πελάτες να την επιλέξουν στην πρώτη της νύχτα ως συνοδός. «Στην αρχή, ήμουν έτοιμη να κάνω εμετό, ήταν πολύ τρομακτικό. Σκεφτόμουν, “Ποιος θα πληρώσει για μένα; Ποιος θα με θέλει;”»
Αλλά προς μεγάλη της έκπληξη, στο τέλος της βραδιάς είχε ήδη τρεις πελάτες. Και αυτή αποδείχθηκε γρήγορα μια προσοδοφόρα καριέρα καθώς συνέχισε να εργάζεται για τα επόμενα 10 χρόνια της ζωής της ως συνοδός. Η 57χρονη πλέον, που εξακολουθεί να εργάζεται ως GILF (το αντίστοχο της MILF αλλά σε γιαγιά!) συνοδός κυριών, δηλώνει ότι προσφέρει οτιδήποτε, από την «εμπειρία της φιλενάδας» και τις φαντασιώσεις έως «ήπια» βίτσια και φετίχ. Χρεώνει έως και 300 δολάρια την ώρα και οι πελάτες της προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα. «Κάθε πελάτης είναι διαφορετικός και όλοι θέλουν διαφορετικά πράγματα. Διαφέρουν σε ηλικίες, εθνικότητες και επαγγέλματα. Έχουν διαφορετικά γούστα, φετίχ, φαντασιώσεις και βίτσια- αλλά κάνω μόνο τα ήπια πράγματα, όχι τον σκληρό πυρήνα », αναφέρει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Είχα πελάτη έναν συνταξιούχο δάσκαλο, έχω παίξει τον ρόλο της απλής φίλης και είχα κάποιον πελάτη που ήθελε την παρέα μου για να γιορτάσει τα 18αγενέθλιά του! Ο μεγαλύτερος πελάτης μου, που πέθανε τώρα, ήταν 97 ετών. Τον είχα επισκεφθεί στο γηροκομείο. Μου έτυχε να με προσλάβουν ενήλικα παιδιά για τον μπαμπά τους, σαν έκπληξη για τα γενέθλιά του επειδή, η γυναίκα του είχε φύγει πριν από πολλά χρόνια. Είχα έναν παντρεμένο πελάτη, που η γυναίκα του τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι. Είχα πελάτες που είναι σε γάμους χωρίς σεξ ή κοιμούνται σε ξεχωριστά κρεβάτια ακόμη και δωμάτια».
Σύμφωνα με την Τέιλορ υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι στρέφονται σε συνοδούς πολυτελείας – πολλές φορές δεν θέλουν καν σεξ, θέλουν απλώς να γεμίσουν ένα κενό. «Σε πολλούς άντρες λείπει η συντροφικότητα. Δεν θέλουν μια σχέση ή δεν έχουν χρόνο για μια σχέση αλλά θέλουν απλώς κάποιον να είναι δίπλα τους, να μιλήσουν», επισημαίνει. «Είχα έναν πελάτη που με προσκάλεσε στο σπίτι του για να μαγειρέψει για μένα, να παρακολουθήσουμε ταινίες και μετά να μιλήσουμε- αυτό ήθελε. Ένας άλλος πελάτης με προσέλαβε επειδή ήθελε απλώς να ξυπνήσει δίπλα σε κάποια γυναίκα την ημέρα των Χριστουγέννων – ήταν διαζευγμένος και δεν μπορούσε να δει τα παιδιά του. Δεν ήθελε να είναι μόνος, γι ‘αυτό πέρασα όλη τη μέρα μαζί του και έφυγα την αμέσως επόμενη»
Ένα ακόμα πολύ σημαντικό στοιχείο για την Τέιλορ είναι η ιδιάζουσα ψυχοσύνθεση μιας μεγάλης μερίδας πελατών της. Πολλοί από τους άντρες που γνωρίζει είναι μοναχικοί, υποφέρουν από κατάθλιψη, έχουν αυτοκτονικές τάσεις ή αναζητούν απλώς μία σύντροφο που θα αναζωπυρώσει τα συναισθήματά τους μετά από ένα διαζύγιο ή μία διακοπή σχέσης. «Πολλοί άντρες που βλέπω είναι χωρισμένοι ή διαζευγμένοι. Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που έχω παρατηρήσει είναι ότι αυτοί οι άντρες δεν έχουν πρόσβαση στα παιδιά τους. Έχω έναν τακτικό πελάτη που δεν ήθελε να δημιουργήσει πρόβλημα στη ζωή της κόρης του, μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Έτσι με είδε μερικές φορές επειδή χρειαζόταν λίγη γυναικεία στοργή και φορούσε ακόμα τη βέρα του. Συνήθως, όταν βλέπω τους πελάτες με τη βέρα στο δεξί, δεν κάνω ποτέ ερωτήσεις γιατί δεν είναι δική μου δουλειά, εκτός κι αν οι ίδιοι θελήσουν να μού μιλήσουν γι΄ αυτό».
Οι πελάτες της πρέπει να περάσουν από μια διαδικασία ελέγχου πριν εκείνη αποφασίσει εάν θα προσφέρει ή όχι τις υπηρεσίες της. «Το καλύτερο πράγμα του να είμαι συνοδός πολυτελείας είναι ότι δεν χρειάζεται να εξυπηρετώ κάθε επιθυμία, όπως ακραία βίτσια. Τους λέω συνήθως ότι δεν το κάνω αυτό – και η αλήθεια είναι πως λίγοι ψάχνουν για κάποια άλλη συντροφιά. Εμείς παίρνουμε την τελική απόφαση σχετικά με τις επιθυμίες των πελατών μας. Κανείς δεν μας αναγκάζει να κάνουμε κάτι. Και για μένα αυτό είναι το σημαντικότερο». Η Tέιλορ έχει μαζί της ακόμη και κάρτες ειδικών ψυχικής υγείας και υποστήριξης κρίσεων, που δίνει σε ορισμένους πελάτες, επειδή της έχουν πει ότι δεν θέλουν πλέον να ζήσουν. «Δεν συνειδητοποιούν ότι έχουν πρόβλημα και γίνονται ευάλωτοι. Είχα τέσσερις πελάτες σε 10 ημέρες, όλοι στην ίδια λογική- ότι δεν έδιναν δεκάρα για το αν θα ξυπνούσαν ή όχι την επόμενη μέρα».
Πριν γίνει συνοδός πολυτελείας, η Τέιλορ άλλαζε συνεχώς δουλειές «Δούλευα ως έμπορος αυτοκινήτων, δούλευα στον χώρο των ξενοδοχείων, είχα ακόμη και δική μου επιχείρηση. Δούλευα σε ένα θέρετρο για δύο χρόνια, πριν αρχίσω να εργάζομαι ως συνοδός». Αφού εργάστηκε ως συνοδός πολυτελείας για περισσότερα από 10 χρόνια, η Tέιλορ… έδρεψε τους καρπούς των κόπων της, επενδύοντας στην αγορά ακινήτων « Ήταν πολύ εύκολο στην αρχή να σπαταλήσω χρήματα, αλλά κατάφερα να κάνω οικονομίες και να αποκτήσω τρία ακίνητα. Είναι ένα πολύ καλό εισόδημα εάν το διαχειρισθείς σωστά. Επιλέγω δουλειές, διώχνω δουλειές και πάλι μπορώ να κερδίζω ένα καλό εισόδημα». Καθώς συνεχίζει να εργάζεται ως συνοδός, η Τέιλορ ξεκαθαρίζει ότι δεν σκοπεύει να σταματήσει σύντομα – αλλά κοιτάζει να μειώσει τις ώρες εργασίας της ώστε να μπορεί να περνά περισσότερο χρόνο με τα επτά εγγόνια της, ηλικίας μεταξύ επτά και δεκαπέντε ετών. Η οικογένεια της δε, συμπεριλαμβανομένων των τριών ενήλικων παιδιών της – ηλικίας 28 έως 31 ετών – υποστηρίζει, όπως αναφέρει η ίδια, απίστευτα το επάγγελμά της. «Τα παιδιά μου είναι 100 τοις εκατό στο πλευρό μου. Καταλαβαίνουν την ανάγκη για αυτό και δεν έχουν κάποιο θέμα με τη δουλειά μου. Δεν το βλέπουν ως πρόβλημα γιατί τους μεγάλωσα με την αρχή να μην κρίνουν ποτέ τους άλλους».
Στο ερώτημα γιατί αποφάσισε να μοιραστεί δημόσια την ιστορία της η Τέιλορ απαντά πως το έκανε διότι ήθελε να «σπάσει» το στίγμα που περιβάλλει τους εργαζόμενους στο χώρο του σεξ. «Βασικά, θέλω απλώς οι άνθρωποι να έχουν καλύτερη κατανόηση της σεξουαλικής βιομηχανίας. Αυτή είναι απλώς μια κανονική δουλειά, από και με κανονικούς ανθρώπους. Είναι δική μου επιλογή και είναι δουλειά αυτή που κάνουμε. Δεν πρέπει πάντα να μας αρέσουν τα πάντα. Αυτό όμως δε μας δίνει αυτομάτως το δικαίωμα να στιγματίζουμε ό,τι δε συμβαδίζει με τα δικά μας γούστα και ιδανικά»…