Οι σκλάβες των Τζιχαντιστών

Μαρτυρίες γυναικών που κόβουν την ανάσα!

Πριν από αρκετούς μήνες προσπάθησε να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της και σήμερα μοιάζει με μία γυναίκα τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη από την ηλικία της. Το «Εθνος της Κυριακής» τη συνάντησε το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης στο κέντρο φιλοξενίας στον Σκαραμαγκά.

Η Αΐσα είναι μία από τις γυναίκες της φυλής Γεζίντι που ζουν στη χώρα μας. Το 2014 όταν οι Τζιχαντιστές κατέλαβαν τη Μοσούλη, επιτέθηκαν στα χωριά τους στο Βόρειο Ιράκ, όπως στο Κότσο από όπου κατάγεται, την άρπαξαν και την έκαναν σκλάβα τους.

Επειτα από μία αποτυχημένη απόπειρα να γλιτώσει από την κτηνωδία τους, τελικά κατάφερε να ξεφύγει και πλέον ζει μακριά από τη φρίκη του απόλυτου ξεπεσμού του ανθρώπινου είδους. Στην Ελλάδα βρίσκεται εδώ και εννέα μήνες μαζί με τον σύζυγό της και τη 15 μηνών κόρη τους. Στην μπλούζα που έτυχε να φορά, όταν μας άνοιξε την καρδιά της, αναγραφόταν στα αγγλικά η εξής φράση: «Ξεκίνα για ένα καλύτερο μέλλον για εσένα»…«Θέλω να μιλήσω. Δεν φοβάμαι. Μπορείτε να με φωτογραφήσετε, αλλά επιθυμώ να σας αποκαλύψω μόνο το μικρό μου όνομα. Αλλα ονόματα δεν θα σας πω. Τους ξέρω όλους ποιοι είναι, ωστόσο εάν δώσω τα στοιχεία της ταυτότητάς τους θα σκοτώσουν τους Γεζίντι που είναι αιχμάλωτοί τους και δεν θέλω με τη μαρτυρία μου να προκαλέσω κακό σε κανέναν. Οταν απέδρασα, άρπαξαν τη μητέρα, τον πατέρα και τον αδελφό μου. Εκτοτε δεν έχω νέα τους. Θέλω να πιστεύω ότι ζουν και ότι θα τους ξανασφίξω στην αγκαλιά μου, όταν αυτός ο εφιάλτης τελειώσει και γυρίσουμε στην πατρίδα μας», είναι τα πρώτα της λόγια.

Η φωνή της δεν είναι σταθερή, όμως η ίδια είναι αποφασισμένη να φτάσει τη συζήτηση μέχρι τέλους ακόμη και αν πρέπει να αναβιώσει όλες τις φρικιαστικές στιγμές που βίωσε, ώσπου να αισθανθεί ελεύθερη.

«Δεν ξεφεύγεις»

«Από τους τζιχαντιστές δεν ξεφεύγεις εύκολα. Ενας τρόπος είναι να δώσουν χρήματα οι δικοί σου και να σε απελευθερώσουν. Την πρώτη φορά ένας μουσουλμάνος επικοινώνησε με την οικογένειά μου, λέγοντας ότι μπορεί να βοηθήσει. Και πράγματι με πήρε, εν γνώσει των τζιχαντιστών, για να με πάει πίσω στην οικογένειά μου.

Όταν φτάσαμε, εντούτοις, ζήτησε και εκείνος χρήματα, αλλά δεν είχαν να του δώσουν άλλα. Ετσι, με γύρισε πίσω και είπε στους τζιχαντιστές ότι η συμφωνία δεν τηρήθηκε. Εκεί ένας με απομόνωσε και μου ζήτησε να βγάλω τα ρούχα μου. Αντιστάθηκα και μου είπε πως εάν δεν το κάνω θα με σκοτώσει. Συνέχισα να παλεύω να μη με ακουμπήσει. Εβγαλε ένα μαχαίρι και με απείλησε. Δεν πτοήθηκα. Προτιμούσα να πεθάνω και αμύνθηκα ξανά. Με τραυμάτισε με το μαχαίρι στα χέρια, με χτύπησε και στη συνέχεια με βίασε, παρόλο που ούρλιαζα και έκλαιγα», αποκαλύπτει στο «Έθνος της Κυριακής» η Αΐσα, ξεσπώντας σε λυγμούς.

«Είμαι από τις τυχερές. Εζησα μαζί τους μόνο για δέκα ημέρες. Οι περισσότερες γυναίκες Γεζίντι και τα κορίτσια τους που άρπαξαν από το χωριό μου και τις ήξερα βιάστηκαν επανειλημμένως. Δεν τις έχω ξαναδεί από τότε. Τους άντρες τους τους έχουν σκοτώσει και τους γιους τους τους έχουν στρατολογήσει δια της βίας ή τους έκαναν βομβιστές αυτοκτονίας. Οταν δραπέτευσα με τη βοήθεια ενός τζιχαντιστή που πλήρωσαν ξανά από την οικογένειά μου για να με απελευθερώσουν, στον δρόμο έβλεπα παντού πτώματα ανθρώπων της φυλής μου. Σε άλλο σημείο είχαν συγκεντρώσει άντρες Γεζίντι και τους εκτελούσαν.

Οταν έφυγα από τη χώρα με τον άντρα μου για να γλιτώσουμε, γύρισαν στο πατρικό μου σπίτι και άρπαξαν τη μάνα, τον πατέρα και τον αδελφό μου για εκδίκηση», συνεχίζει.

«Ο άντρας μου είναι δίπλα μου και με στηρίζει ψυχολογικά ακόμη και περισσότερο από ό,τι ανέμενα. Για καιρό δεν μπορούσα να συνέλθω και μία ημέρα πήγα να αυτοκτονήσω», μας λέει, δείχνοντας τη μεγάλη ουλή στο αριστερό της χέρι μερικά εκατοστά πιο πάνω από το σημάδι που της άφησε ο βιαστής της. «Ύστερα από όλα αυτά καταφέραμε και αποκτήσαμε και ένα παιδί.

Ομως, δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω τι μας έκαναν οι τζιχαντιστές και αυτοί που τους βοηθούν. Ισως εάν μάθαινα ότι ο επικεφαλής των τζιχαντιστών που επιτέθηκαν στο χωριό μου σκοτώθηκε, να αισθανόμουν λίγο καλύτερα.», καταλήγει.

«Κρυβόμασταν στο βουνό χωρίς τροφή για εννέα μέρες»

Στο κέντρο φιλοξενίας στον Σκαραμαγκά αυτή τη στιγμή ζουν περίπου 600 Γεζίντι. Ενας από αυτούς είναι και ο 30χρονος Σέιλο, παντρεμένος και πατέρας πέντε παιδιών. «Τη νύχτα της 3ης Αυγούστου του 2014 οι τζιχαντιστές άρχισαν να επιτίθενται με ό,τι όπλα διέθεταν στο χωριό μου.

Το πρώτο πράγμα που έκανα, λειτουργώντας ενστικτωδώς, ήταν να πάρω τη γυναίκα, τον γιο και τις τέσσερις κόρες μου και να τρέξουμε να σωθούμε. Μαζί με άλλους συγχωριανούς κινήσαμε για ένα βουνό σε απόσταση εννέα χιλιομέτρων, κοντά στα σύνορα με τη Συρία.

Εκεί μείναμε εννέα ημέρες και εννέα νύχτες χωρίς τροφή, χωρίς νερό. Οσοι γλιτώσαμε φύγαμε χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας, γιατί ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για τις ζωές μας. Και στο βουνό οι τζιχαντιστές μας είχαν περικυκλώσει, όταν εναέριες δυνάμεις άρχισαν να τους επιτίθενται και έτσι μας άνοιξαν τον δρόμο τη δέκατη μέρα να προχωρήσουμε και να πάμε στη Συρία. Από εκεί φύγαμε και μείναμε για περίπου δύο χρόνια σε έναν καταυλισμό στο Κουρδιστάν και τον Μάρτιο του 2016 ήρθαμε στην Ελλάδα» λέει ο Σέιλο στο «Εθνος της Κυριακής», περιγράφοντας πώς βίωσε ο ίδιος τη φρίκη των τζιχαντιστών.

Ο πατέρας του κατά το μακρύ αυτό ταξίδι αρρώστησε και δεν τα κατάφερε. Ο αδελφός του εδώ και μερικούς μήνες ζει με την οικογένειά του στη Γερμανία. Εκεί θέλει να πάει και ο Σέιλο με την οικογένειά του. «Θα ήθελα να γυρίσω σπίτι μου, αλλά δεν έχει μείνει τίποτα εκεί πια. Μόνο καταστροφή, ερείπια και ανθρώπινοι σκελετοί υπάρχουν στα χώματα όπου γεννήθηκα» προσθέτει.

tzixant

«Μας κυνηγούν»

Επικεφαλής των Γεζίντι στο συγκεκριμένο camp είναι ο 36χρονος Χασάν Χατζί Ελιάς, που βρίσκεται στη χώρα μας μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του. «Είμαστε μια πανάρχαια φυλή που ανά τους αιώνες μας κυνηγούν για να μας αφανίσουν. Αυτή είναι η πολλοστή προσπάθεια γενοκτονίας μας. Είμαστε ένας ειρηνικός λαός, αγαπάμε όλους τους ανθρώπους και σεβόμαστε όλους τους λαούς. Οπου κι αν πάμε, όμως, είμαστε ανεπιθύμητοι. Ακόμα και εδώ στον Σκαραμαγκά έχουμε βιώσει σκηνές βίας και ρατσισμού. Τη νύχτα της 25ης Ιουλίου μια ομάδα μουσουλμάνων μας επιτέθηκε φωνάζοντας ”Αλλάχου άκμπαρ”. Επτά Γεζίντι πήγαν στο νοσοκομείο με τραύματα από μαχαίρι. Ο φόβος δεν μας εγκαταλείπει ποτέ» δηλώνει ο Χασάν Χατζί Ελιάς, επισημαίνοντας ότι «για εμένα αυτοί οι άνθρωποι ήταν σίγουρα τζιχαντιστές».

Και καταλήγει: «Δεν ξέρω τι είναι εκείνο που μπορεί να περιγράψει απόλυτα τα όσα φρικτά συμβαίνουν στον λαό μας. Θα σας πω μόνο μια αληθινή ιστορία, γνωστή στους περισσότερους Γεζίντι, που είναι πια σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία του πλανήτη για να γλιτώσουν από τους τζιχαντιστές. Είχαν απαγάγει μια μάνα και την είχαν σκλάβα τους. Το μωρό της έκλαιγε και πήγαν και της είπαν να το κάνει να σταματήσει. Η γυναίκα τούς είπε πως το έξι μηνών παιδί κλαίει γιατί πεινάει και η ίδια είναι νηστική και δεν έχει γάλα να το ταΐσει.

Της πήραν το μωρό δήθεν για να το ηρεμήσουν και μετά από ώρα επέστρεψαν και της έδωσαν μαγειρεμένη σούπα.

Εμειναν εκεί μέχρι να φάει και όταν τους ζήτησε να της φέρουν το μωρό της να το ταΐσει της είπαν κάτι που ο ανθρώπινος νους δεν το χωράει. Μπορείτε να καταλάβετε τι απέγινε το μωρό χωρίς να σας πω περισσότερα…».

‘ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ’
«Ζω για την ημέρα που θα γυρίσω πίσω και θα ζήσω ξανά στην όμορφη πατρίδα μου. Μέχρι τότε θέλω όλοι να μάθουν την αλήθεια και η φωνή μου να ακουστεί όσο πιο δυνατά μπορεί», λέει η Αΐσα.

  • Τους ξέρω όλους, ωστόσο εάν δώσω τα στοιχεία της ταυτότητάς τους θα σκοτώσουν τους Γεζίντι που είναι αιχμάλωτοί τους
  • Μόνο καταστροφή, ερείπια και ανθρώπινοι σκελετοί υπάρχουν στα χώματα όπου γεννήθηκα

πηγή: ethnos.gr

Σχετικά άρθρα