Η συζήτηση για την καύση των νεκρών στην Ελλάδα μετρά πλέον δεκαετίες, αλλά σε λίγες ημέρες τίθεται, πλέον, σε άλλη βάση, καθώς ξεκινά η λειτουργία του πρώτου αποτεφρωτηρίου στην Ριτσώνα, περίπου 70 χλμ μακριά από την Αθήνα.
Η εγκατάσταση δημιουργήθηκε με ιδιωτικά κεφάλαια, και συνολικά υπάρχουν επτά ιδιοκτήτες. Η Ελληνική Εταιρεία Αποτέφρωσης που προώθησε επί πολλά χρόνια τη δημιουργία αποτεφρωτηρίου στην Ελλάδα είναι ένας από αυτούς και κατέχει το 30% της επιχείρησης.
«Η αποτέφρωση των νεκρών είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στον χριστιανικό κόσμο, δηλαδή στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Νότια Αμερική και τα ποσοστά αυτών που επιλέγουν την αποτέφρωση αντί της ταφής, σε μερικές από αυτές, είναι πολύ μεγαλύτερα, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, την Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχία, την Αμερική κτλ. Η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που δεν είχε μέχρι τώρα αποτεφρωτήριο», τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αποτέφρωσης, Αντώνης Αλακιώτης.
«Η ίδρυση και η λειτουργία του πρώτου Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών στη Ριτσώνα αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός, αποτελεί ιστορική αλλαγή για τα ταφικά έθιμα της Ελλάδας. Μέχρι σήμερα χιλιάδες οικογένειες μετέφεραν στη Βουλγαρία και σε άλλες χώρες τούς οικείους τους, των οποίων η τελευταία επιθυμία ήταν η αποτέφρωση. Με τεράστιο οικονομικό και συναισθηματικό κόστος. Υπολογίζουμε ότι κάθε χρόνο ένα ποσό 2,5 έως 3 εκατ. ευρώ “έφευγε” στο εξωτερικό», προσθέτει ο κ. Αλακιώτης.
«Η αποτέφρωση σαν επιλογή έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα προσφιλής γιατί απαλλάσσει τις οικογένειες από την απάνθρωπη εμπειρία της εκταφής, από την κατασκευή ενός τάφου που θα καταστραφεί σε τρία χρόνια, από την υποχρέωση για την παραμονή των οστών στα κοιμητήρια και της πληρωμής 40 έως 100 ευρώ ετησίως. Γενικά η αποτέφρωση είναι πιο οικονομική και συναισθηματικά ανώδυνη. Με την κατάσταση που βιώνουν οι οικογένειες στα νεκροταφεία των μεγάλων πόλεων, τις υποχρεωτικές εκταφές στα τρία χρόνια, όλο και μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων στην Ελλάδα επιλέγουν την αποτέφρωση. Δεν έχουμε επίσημα στοιχεία σχετικά με το πόσες αποτεφρώσεις γίνονται στο εξωτερικό, αλλά εκτιμούμε ότι φτάνουν τις χίλιες», καταλήγει ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αποτέφρωσης.
Μέχρι σήμερα οι συγγενείς κάποιου που επέλεγε την αποτέφρωση, έπρεπε να μεταφέρουν τη σορό σε κάποια γειτονική χώρα που την επιτρέπει και διαθέτει αποτεφρωτήριο. Το κόστος κυμαίνεται από 1.500 μέχρι 2.500 ευρώ. Τη διαδικασία αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας κάποιο γραφείο τελετών. Το Σωματείο Ιδιοκτητών Γραφείων Τελετών της Αθήνας, στέκεται θετικά απέναντι στη δημιουργία αποτεφρωτηρίων στην Ελλάδα, αλλά εκτιμά ότι ο αριθμός των αποτεφρώσεων είναι μικρός.
«Είναι κάτι θετικό, είναι κάτι που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια από την πρώτη ψήφιση του νομοσχεδίου. Όλη η Ευρώπη έχει κρεματόρια, σαφώς και η δημιουργία ενός στην Ελλάδα είναι κάτι καλό. Μέχρι σήμερα το πιο προσιτό κρεματόριο ήταν στη Σόφια, της Βουλγαρίας. Οι περισσότερες αποτεφρώσεις γίνονταν εκεί. Πρόκειται για μια τάση και πέρα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός είναι επιλογή του κάθε ανθρώπου. Δεν υπάρχει πάντως ραγδαία αύξηση του αριθμού των ατόμων που ζητούν αποτεφρώσεις. Μιλάμε για περίπου 500 αποτεφρώσεις τον χρόνο στους 100.000-105.000 θανάτους. Είναι μικρό το ποσοστό», υποστηρίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Σωματείου, Αθανάσιος Κωστόπουλος.
«Πολλές φορές γίνονται πολιτικές κηδείες. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ζητούν αποτέφρωση ανήκουν σε ξένα δόγματα. Έχουν ξένες θρησκευτικές πεποιθήσεις πολλοί από αυτούς, αλλά επειδή αυτό είναι ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, δεν ρωτάμε το θρήσκευμα τους όταν ζητούν αποτέφρωση», καταλήγει ο κ. Κωστόπουλος.
Η θέση της Εκκλησίας
Καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση των συνθηκών για τη δημιουργία αποτεφρωτηρίου στη χώρα ήταν διαχρονικά η Εκκλησία που πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση.
Το 2014 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου εστάλη εγκύκλιος στις Μητροπόλεις, η οποία απαγόρευε την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας και του μνημόσυνου σε όσους επέλεγαν την καύση. Η εγκύκλιος ανέφερε ακόμα πως «η Εκκλησία δεν δέχεται για τα μέλη της την αποτέφρωση του σώματος» και τόνιζε ότι «η αποτέφρωση του σώματος δεν είναι σύμφωνη προς την πράξη και παράδοση της Εκκλησίας για θεολογικούς, κανονικούς και ανθρωπολογικούς λόγους».
Ακόμη, η Ιερά Σύνοδος ξεκαθάρισε ότι για να αποφευχθεί οποιαδήποτε, θεολογική, κανονική, ανθρωπολογική εκτροπή, «απαραίτητος είναι ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η διακρίβωση της οικείας βουλήσεως του κεκοιμημένου και όχι η βούληση ή η δήλωση των οικείων του». Πάντως, σύμφωνα με την εγκύκλιο επιτρεπόταν στους Μητροπολίτες να δώσουν την άδεια για τέλεση τρισάγιου, κάτι που γινόταν μέχρι σήμερα πριν από τη μεταφορά και αποτέφρωση στο εξωτερικό.
Το 2016 η Ιερά Σύνοδος πήρε εκ νέου θέση, τονίζοντας σε ανακοίνωση που εξέδωσε ότι δεν είναι «αξιοπρεπές για τον νεκρό να καεί σε κλίβανο» και ότι θεωρεί «το ανθρώπινο σώμα ως ναό του Αγίου Πνεύματος, στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου, που έχει πλασθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού και για τον λόγο αυτό η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση αντιμετωπίζει το νεκρό σώμα «όχι ως “στερεό απόβλητο”, όπως οι απολογητές της αποτέφρωσης, αλλά το περιβάλλει με σεβασμό και τιμή ως έκφραση αγάπης προς το κεκοιμημένο μέλος της».
Υπενθυμίζεται, τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση, ότι κατά τη σύγχρονη διαδικασία τής κατ’ ευφημισμόν «αποτεφρώσεως» μετά την καύση της σορού σε κλίβανο, ο ανθρώπινος σκελετός ρίχνεται σε ηλεκτρικό σπαστήρα (μίξερ, cremulator), θρυμματίζεται και μετατρέπεται σε σκόνη. Η Ιερά Σύνοδος αρνείται ότι είναι αξιοπρεπές για τον νεκρό να καεί σε κλίβανο και να θρυμματισθεί σε μίξερ και δεν διακρίνει ιδιαίτερες διαφορές «της σύγχρονης “αποτέφρωσης νεκρών” και της διαδικασίας ανακύκλωσης απορριμμάτων».
Δημόσιος διάλογος για πάνω από μισό αιώνα
Το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1946, από μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. Επανήλθε στην επικαιρότητα το 1977 μετά τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας, η οποία κηδεύθηκε και αποτεφρώθηκε στο Παρίσι. Δύο χρόνια αργότερα, η τέφρα της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και σκορπίστηκε στο Αιγαίο, όπως ήταν η επιθυμία της, σύμφωνα με τους συγγενείς της. Οι φωνές ωστόσο που υποστήριζαν την καύση των νεκρών ήταν ακόμα πολύ αδύναμες, ιδιαίτερα απέναντι στην ηχηρή αντίδραση της Εκκλησίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε να τίθεται εκ νέου και πιο επιτακτικά, λόγω της έλλειψης χώρων στα νεκροταφεία της Αττικής. Κατά τον μεγάλο καύσωνα του 1987 ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Μιλτιάδης Έβερτ και ο τότε υπουργός Υγείας Γ. Μαγκάκης, τάχθηκαν υπέρ, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις από πολλές πλευρές. Τελικά, η αποτέφρωση επετράπη στην Ελλάδα το 2006, με την υιοθέτηση νόμου. Ωστόσο, δεν ήταν εφικτή η κατασκευή αποτεφρωτηρίου, γιατί ο νόμος δεν εξειδίκευε τους όρους. Απόφαση του 2010 ρύθμισε από τη μία εκκρεμή τεχνικά ζητήματα, όμως από την άλλη δημιούργησε νέα εμπόδια γιατί τέθηκε ως όρος η γειτνίαση με νεκροταφείο με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η χωροθέτηση. Το ζήτημα λύθηκε με νέο νόμο το 2014, ωστόσο η ίδρυση και λειτουργία των αποτεφρωτηρίων επιτρεπόταν μόνο από τους δήμους ή τα νομικά τους πρόσωπα. Τελικά και αυτό το πρόβλημα ξεπεράστηκε αργότερα με σχετική ρύθμιση.
H αποτέφρωση στην Ευρώπη
Η πρακτική της καύσης των νεκρών ακολουθείται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες πάνω από έναν αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ολλανδίας, όπου η πρώτη αποτέφρωση έγινε το 1914. Στα 100 χρόνια που ακολούθησαν το ποσοστό έναντι των ενταφιασμών έφτασε το 63%, σύμφωνα με ρεπορτάζ του εγχώριου Τύπου.
Στη Βρετανία το ποσοστό των αποτεφρώσεων ακολουθεί ανοδική πορεία εδώ και δεκαετίες. Από το 34,7% το 1960, έφτασε στο 77,05% το 2017, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Εταιρείας Αποτέφρωσης της Μεγάλης Βρετανίας.
Ιδιαίτερα δημοφιλής είναι η πρακτική και στις Σκανδιβικές Χώρες. Τα ποσοστά έναντι των ενταφιασμών είναι 36% στη Νορβηγία, 51% στην Φινλανδία, 70% στη Σουηδία και 76% στη Δανία. Η αποτέφρωση επιλέγεται περισσότερο στις μεγάλες πόλεις, που έχουν πρόβλημα χώρου στα νεκροταφεία και όχι τόσο στην περιφέρεια όπου δεν υφίσταται το πρόβλημα. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις, όλων των χωρών της Σκανδιναβίας, κυμαίνεται από 70% μέχρι 90%.
Παρόμοιο είναι το σκηνικό και στη Γαλλία. Η αποτέφρωση είναι διαδικασία που επιλέγεται από την μειοψηφία στις αγροτικές περιοχές, όπου δεν υπάρχει ζήτημα χώρου στα νεκροταφεία, αλλά αποκτά ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές στα αστικά κέντρα. Το 1979 μόνο το 1% των νεκρών αποτεφρώνονταν. Το 2012 το ποσοστό έφτασε το 32% στην επικράτεια και το 45% στο Παρίσι.
Στην Ιρλανδία το υψηλό κόστος των ενταφιασμών σε συνδυασμό με την έλλειψη χώρων επίσης έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αποτεφρώσεων την τελευταία δεκαετία. Υπάρχουν συνολικά πέντε κρεματόρια, τρία εκ των οποίων βρίσκονται στο Δουβλίνο.
Στην Ισπανία το ποσοστό αυξήθηκε από 16% (2006) στο 36% μέσα σε μια δεκαετία. Περισσότερες από τις μισές αποτεφρώσεις συνολικά της χώρας γίνονται στην Βαρκελώνη.
Τέλος, στην Ουγγαρία η αποτέφρωση έχει φτάσει να είναι συνηθέστερη του ενταφιασμού τα τελευταία χρόνια. Το 2016 αποτεφρώθηκε το 60% των νεκρών σε όλη τη χώρα συνολικά, ενώ το ποσοστό κυμαίνεται από 70-90% στην Βουδαπέστη.
Τα σχέδια των δήμων
Ενδιαφέρον για την κατασκευή αποτεφρωτηρίων έχει εκδηλωθεί και από την πλευρά των δήμων. Ωστόσο, τα σχέδια αυτά πολλές φορές σκοντάφτουν στις αντιδράσεις δημοτών. Ο δήμος Αθηναίων έχει επιλέξει χώρο στον Ελαιώνα, ανάμεσα στη λεωφόρο Αθηνών στο ύψος του Χρηματιστηρίου και το Ισλαμικό Τέμενος. Αν και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες φαίνεται να προχωρούν, είναι πιθανό να προκληθεί εμπλοκή από τις προσφυγές που έχουν καταθέσει επιχειρήσεις που βρίσκονται στην περιοχή.
Περισσότερο αισιόδοξα για τους υποστηρικτές της αποτέφρωσης είναι τα πράγματα στην Πάτρα. Ο δήμος έχει προχωρήσει σε χωροθέτηση στον Γλαύκο και προκήρυξε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, όπου εκδηλώθηκε μεγάλο ενδιαφέρον με πάνω από 110 προτάσεις.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ