13.5 C
Thessaloniki
Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου, 2024

Μέγας Αλέξανδρος: Η… άγνωστη μάχη του!

Με μία από τις σχετικά άγνωστες νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον ποταμό Υδάσπη, επί του Ινδού ηγεμόνα Πώρου, θα ασχοληθούμε σήμερα (ο ποταμός σήμερα λέγεται Τζέλουμ, αγγλ. Jheilum, και ανήκει στο Πακιστάν).

Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Τάξιλα

Την άνοιξη του 326 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος με τους άνδρες του πέρασαν τον Ινδό ποταμό και έφτασαν στα Τάξιλα (σημ. Σαχ – Ντέρι), που απείχαν περίπου 40 χλμ. από τον Ινδό. Ο ηγεμόνας τους, Ταξίλης, του επιφύλαξε θερμή υποδοχή και ο Μακεδόνας στρατηλάτης, απόλυτα ικανοποιημένος, του δήλωσε ότι θα μπορεί να συνεχίσει να είναι ο βασιλιάς της χώρας του και στο εξής θα τον θεωρούσε σύμμαχό του.

Τα Τάξιλα ήταν μια μεγάλη και εντυπωσιακή πόλη. Εκεί, οι Μακεδόνες ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τον ινδικό πολιτισμό. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν στους Έλληνες οι γυμνοί μοναχοί, οι «γυμνοσοφιστές», όπως τους αποκαλούσαν. Ένας από αυτούς, που ονομάστηκε Κάλανος, ακολούθησε τον Αλέξανδρο.

Σύντομα, έφθασαν στα Τάξιλα αντιπροσωπείες από τις γύρω χώρες, με δώρα, για να δηλώσουν την υποταγή τους στον Αλέξανδρο, το νέο Μεγάλο Βασιλέα, που συνέτριψε τους Πέρσες.

Ωστόσο, ένας από τους ηγεμόνες της περιοχής με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις και υψηλό φρόνημα, ο Πώρος, παρά την πρόσκληση του Αλέξανδρου, δεν πήγε στα Τάξιλα. Του διαμήνυσε ότι τον περιμένει στα σύνορα του κράτους του, στον ποταμό Υδάσπη.

Ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι θα είχε ν’ αντιμετωπίσει ένα σκληροτράχηλο αντίπαλο. Αφού όρισε σατράπη των εδαφών ανατολικά του Ινδού τον Φίλιππο του Μαχάτα, εγκατέστησε φρουρά στα Τάξιλα και άφησε εκεί τους άρρωστους στρατιώτες του, ενισχύθηκε με 56 ελέφαντες από τον Ταξίλη και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για τον Υδάσπη.

Η σατραπεία αυτή ήταν η τελευταία που ίδρυσε ο Αλέξανδρος προς την Ανατολή.
Παράλληλα, επειδή έπρεπε να περάσει στην απέναντι όχθη του Υδάσπη όπου πληροφορήθηκε ότι τον περίμενε ο Πώρος με όλο τον στρατό του, έστειλε τον Κοίνο (τον οποίο είχε ονομάσει ιππάρχη στα Τάξιλα) πίσω στον Ινδό ποταμό, με εντολή τα πλοία που βρίσκονταν εκεί, αφού τα χωρίσει σε κομμάτια, να τα μεταφέρει στον Υδάσπη.

Πραγματικά, ο Κοίνος μετέφερε τα μικρά πλοία με αμάξια, χωρισμένα σε δύο μέρη, και τις τριακοντόρους σε τρία, ως τις όχθες του Υδάσπη. Εκεί συναρμολογήθηκαν και πάλι και ρίχτηκαν στον ποταμό. Μιλάμε για ένα μικρό θαύμα, αν σκεφτούμε ότι όλη αυτή η επιχείρηση έγινε περίπου 2.340 χρόνια πριν!

Θέλοντας να προλάβει τις καλοκαιρινές βροχές και τυχόν ενίσχυση του Πώρου από τον Αβισάρη (Ινδό ηγεμόνα της περιοχής ο οποίος βοήθησε τους γείτονές του Ασσακηνούς στην προέλαση του Αλεξάνδρου στη χώρα τους και έστειλε τον αδερφό του στα Τάξιλα, θέλοντας να καλύψει τις αληθινές προθέσεις του), ο Έλληνας στρατηλάτης ξεκίνησε τον Μάιο ή στις αρχές Ιουνίου του 326 π.Χ. την πορεία του προς τον Υδάσπη. Εκτός από τις δυνάμεις του, είχε και 5.000 Ινδούς, που οδηγούσε ο Ταξίλης.

Ο Μέγας Αλέξανδρος στον Υδάσπη

Φαίνεται ότι πριν φτάσει στον Υδάσπη ο Αλέξανδρος, στο πέρασμα Ναντάνα, συνάντησε αντίσταση από Ινδούς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο ανιψιός του Πώρου Σπιτάκης ή Πιττακός (κατά τον Πολύαινο). Ο Αλέξανδρος κατάφερε εύκολα να νικήσει τις δυνάμεις αυτές, προξενώντας τους μεγάλες απώλειες. Συνέχισε την πορεία του και έφτασε στον Υδάσπη, στο σημερινό Χαρανπούρ, που απέχει από το Σαχ-Ντέρι 178 χλμ. περίπου, όσο γράφει ο Πλίνιος ότι απείχαν και τα Τάξιλα από τον Υδάσπη… Εντυπωσιακή η ακρίβεια του Λατίνου λόγιου (πρόκειται για τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, που πέθανε κατά την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., η οποία κατέστρεψε και την Πομπηία).

Αναζητήσαμε περισσότερες λεπτομέρειες για το Χαρανπούρ (Haranpur) στο διαδίκτυο. Η WIKIPEDIA το αναφέρει ως «town» (κωμόπολη) του Πακιστάν στο Παντζάμπ. Ωστόσο, αλλού αναφέρεται ως «village» (χωριό). Στις φωτογραφίες που…ανακαλύψαμε, δεν βρήκαμε κάποιον οργανωμένο οικισμό. Αποτελεί σιδηροδρομικό πέρασμα, η γέφυρα του Τζέλουμ που εικονίζεται είναι χαρακτηριστική. Κάπου εκεί κοντά στρατοπέδευσε ο Μέγας Αλέξανδρος με τους άνδρες του. Φαίνεται πάντως ότι σήμερα το Χαρανπούρ μάλλον χωριό παρά κωμόπολη είναι.

Στην απέναντι όχθη, βρισκόταν ο Πώρος με το κύριο μέρος της στρατιάς του και πολλούς ελέφαντες. Απέναντι από το σημείο όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Μέγας Αλέξανδρος, έμεινε ο ίδιος να φρουρεί το πέρασμα. Φρουρές τοποθέτησε και σε όλα τα σημεία του ποταμού όπου υπήρχαν περάσματα.

Οι ελέφαντες του Πώρου θύμιζαν πύργους τειχών, κατά τον Διόδωρο και τον Πολύαινο. «Η μεν ουν όλη σύνταξις αυτών υπήρχε πόλει παραπλήσιος την πρόσοψιν• η μεν γαρ των ελεφάντων στάσις τοις πύργοις, οι δε ανά μέσον τούτων στρατιώται τοις μεσοπυργίοις ωμοίοντο» (Διόδωρος).

Ο Πώρος, σύμφωνα με τον Αρριανό, είχε 30.000 πεζούς, 4.000 ιππείς, 300 άρματα και 200 ελέφαντες.

Ο Αλέξανδρος, 23.000 πεζούς και 8.500 ιππείς.
Ο Μακεδόνας στρατηλάτης ήταν σίγουρος ότι σε κανονικές συνθήκες θα νικούσε τον Πώρο. Όμως, δυστυχώς, εκτός από τις παρατεταγμένες δυνάμεις του Ινδού ηγεμόνα, είχε μια μεγάλη δυσκολία : τη διάβαση του Υδάσπη, σε μια εποχή μάλιστα που έλιωναν τα χιόνια απ’ τα βουνά και άρχιζαν οι καλοκαιρινές βροχές. Έτσι, προετοίμαζε με μεγάλη μεθοδικότητα κάθε κίνησή του.

Εφάρμοσε αρκετά παραπλανητικά τεχνάσματα. Μετακινούσε τμήματα του στρατού σε διάφορες κατευθύνσεις για να εκνευρίζει τους αντιπάλους. Άλλοτε, πάλι, διέτασσε να παραπλέουν τα πλοία στις όχθες, να γεμίζονται με ξερό χόρτο από διφθέρες (οι δερμάτινοι σάκοι που χρησιμοποιούνταν για το πέρασμα των ποταμών) και να συγκεντρώνονται στην όχθη αλλού πεζοί και αλλού ιππείς, ώστε να φαίνεται ότι προετοιμαζόταν η διάβαση. Παράλληλα, συγκέντρωνε τρόφιμα και εφόδια, θέλοντας να δείξει ότι θα παραμείνει εκεί για πολύ καιρό. Ωστόσο, ο Πώρος δεν φάνηκε να ησυχάζει και «εφεδρεύων έμενε».

Το πλάτος του Υδάσπη ήταν γύρω στα 800 μέτρα. Έτσι, ο Αλέξανδρος, αν και θα χρησιμοποιούσε για την απόβαση στην απέναντι όχθη τα πλωτά μέσα που διέθετε, δεν μπορούσε να την υποστηρίξει με ρίψεις βελών από καταπέλτες, καθώς το πλάτος του ποταμού υπερέβαινε κατά πολύ το βεληνεκές των καταπελτών. Πιθανή αποβίβαση μικρού αριθμού ανδρών στην απέναντι όχθη θα αντιμετωπιζόταν εύκολα από τους άνδρες και τους ελέφαντες του Πώρου.

Το πέρασμα του Υδάσπη

Έτσι, χρησιμοποίησε το εξής τέχνασμα. Άρχισε τις νύχτες να μετακινεί τους ιππείς του σε διαφορετικό κάθε φορά σημείο, με βοή και αλαλαγμούς στον Ενυάλιο (αρχαιοελληνική πολεμική θεότητα). Ο Πώρος μετακινούσε στρατιώτες και ελέφαντες στα αντίστοιχα σημεία.

Όταν μετά από λίγες μέρες διαπίστωσε ότι αυτό δεν αποτελούσε προάγγελο προσπάθειας διάβασης του ποταμού, σταμάτησε να μετακινεί τους ελέφαντες και τοποθέτησε σκοπιές σε «επίκαιρα» σημεία του ποταμού.

Ο Αλέξανδρος είχε εντοπίσει ένα «ευάλωτο» σημείο, 150 στάδια περίπου από το στρατόπεδο (περ. 28 χλμ), κατά τον Αρριανό. Εκεί υπήρχαν ένα δασώδες ακρωτήριο που προεξείχε προς τον ποταμό και ένα επίσης δασώδες και έρημο νησί, που διευκόλυναν τη διάβαση. Πρόκειται πιθανότατα για τοποθεσία κοντά στο σημερινό Τζαλανπούρ, 28 χλμ. ΒΑ του Χαρανπούρ.

Αρχικά, ο Μέγας Αλέξανδρος χώρισε τον στρατό του σε τρία μεγάλα τμήματα. Στο κύριο στρατόπεδο, όπου υποτίθεται ότι συνεχίζονταν οι προετοιμασίες για τη διάβαση, άφησε επικεφαλής τον Κρατερό με 3.000 ιππείς και 8.000 πεζούς και εντολή να περάσει τον ποταμό μόνο στην περίπτωση που ο Πώρος επιτεθεί με όλους τους ελέφαντες εναντίον του Αλεξάνδρου.

Στη μέση της απόστασης, ανάμεσα στο στρατόπεδο και στο σημείο όπου θα επιχειρούσε ο Αλέξανδρος τη διάβαση, τοποθετήθηκαν ο Μελέαγρος, ο Άτταλος κι ο Γοργίας με περίπου 5.000 πεζούς και 500 ιππείς και εντολή να περάσουν τον Υδάσπη όταν έβλεπαν ότι οι άνδρες του Πώρου είχαν εμπλακεί στη μάχη.

O Αλέξανδρος, επικεφαλής δύναμης 5.000 ιππέων και 10.000 πεζών, ξεκίνησε όταν νύχτωσε, κινούμενος μακριά από την όχθη, για να φτάσει στο καθορισμένο σημείο για τη διάβαση. Η νύχτα ήταν ασέληνη. Καταρρακτώδης βροχή με αστραπόβροντα κάλυψε εντελώς τους θορύβους από τους χτύπους των όπλων και τα παραγγέλματα, λειτουργώντας σαν σύμμαχος των Ελλήνων.

Την αυγή, η βροχή και ο άνεμος σταμάτησαν. Τότε το ιππικό επιβιβάσθηκε στις διφθέρες που ήταν γεμισμένες με κάρφη (ξερό χόρτο) και είχαν ραφτεί προσεκτικά το προηγούμενο βράδυ,και οι πεζοί στα πλοιάρια, που είχαν μεταφερθεί στο σημείο σε κομμάτια και είχαν καλυφθεί ώστε να μην φαίνονται. Ο Αλέξανδρος με τους σωματοφύλακες Πτολεμαίο του Λάγου, Περδίκκα και Λυσίμαχο, με τον Σέλευκο από τους εταίρους και με ορισμένους υπασπιστές, επιβιβάστηκε σε μία τριακόντορο, ενώ οι υπόλοιποι υπασπιστές σε άλλες τριακοντόρους.

Έτσι, ακολουθώντας τον δεξιό βραχίονα και το ρεύμα του ποταμού, ο Αλέξανδρος και οι άνδρες του κινήθηκαν προς το νησί που χρησίμευε ως κάλυψη. Όταν τα πρώτα πλοία πέρασαν την άκρη του νησιού, οι φρουροί του Πώρου τα είδαν και έσπευσαν έφιπποι να ενημερώσουν τον Ινδό ηγεμόνα.

Στο μεταξύ, τα πλοία κι οι διφθέρες που, αφού προσπέρασαν το νησί (πιθανότατα πρόκειται για το νησί Αντμάνα), συνάντησαν τον αριστερό βραχίονα του ποταμού, στράφηκαν προς την απέναντι ξηρά, όπου αποβιβάστηκε πρώτος ο Αλέξανδρος με τους ιππείς.

Άρχισε αμέσως να οργανώνει τους ιππείς και προχώρησε προς τα μπρος. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι η «ξηρά» όπου είχαν αποβιβαστεί ήταν ένα άλλο μεγάλο νησί και τα νερά του Υδάσπη ως την απέναντι όχθη ήταν διογκωμένα με τη νυχτερινή βροχή.

Αναζήτησε λοιπόν εσπευσμένα νέα «διάβαση» προς την ξηρά. Τελικά κατάφερε και βρήκε ένα πέρασμα από το οποίο κινήθηκαν ιππείς, πεζοί και άλογα. Το νερό του ποταμού έφτανε ως το στήθος των ανδρών και μόλις που προεξείχαν τα κεφάλα των αλόγων.

Από τα πρώτα τμήματα που πέρασαν, ο Αλέξανδρος παρέταξε στο δεξιό κέρας τους ιππείς και στο αριστερό τους υπασπιστές. Στα δύο άκρα της παράταξης, τους τοξότες και τους ακοντιστές και μπροστά από το ιππικό, τους ιπποτοξότες. Οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου βρίσκονταν περίπου 15 χλμ. μακριά από το στρατόπεδο του Πώρου. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Μακεδόνας στρατηλάτης κινήθηκε με το ιππικό περίπου 4 χλμ. μπροστά από τους πεζούς – μια τολμηρή κίνηση, που ήταν όμως άριστα υπολογισμένη για να μην γίνει επικίνδυνη.

Ο γιος του Πώρου επικεφαλής δύναμης Ινδών εναντίον των Μακεδόνων – Εύκολη επικράτηση των Ελλήνων

Ο Πώρος αιφνιδιάστηκε όταν έμαθε ότι οι Μακεδόνες πέρασαν τον Υδάσπη. Αμφιταλαντεύτηκε για το τι να κάνει, τελικά όμως έστειλε ένα απόσπασμα από 2.000 ιππείς και 120 άρματα, με επικεφαλής τον γιο του, για να εξακριβώσουν πόσοι ήταν οι αντίπαλοι. Η σύγκρουση έγινε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, περίπου 4 χλμ. δυτικά από το σημείο διάβασης του Υδάσπη.

Ο Αλέξανδρος διέταξε να επιτεθούν μόνο οι ιπποτοξότες, κρατώντας το βασικό μέρος του στρατού του σε εφεδρεία, γιατί είχε την εντύπωση ότι ακολουθούσε ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Πώρου.

Οι ιπποτοξότες αιφνιδίασαν τους Ινδούς και σύντομα ο Αλέξανδρος, διαπιστώνοντας ότι δεν ακολουθούν άλλες εχθρικές δυνάμεις, μπήκε στη μάχη με τους ιππείς.

Οι Ινδοί, ειδικά με την εμφάνιση του Αλέξανδρου, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. 400 άνδρες τους, ανάμεσά τους και ο γιος του Πώρου, σκοτώθηκαν, ενώ τα άρματα με τα άλογα που τα «έσερναν», ακινητοποιήθηκαν στις λάσπες που είχαν προκληθεί από τη βροχή και έπεσαν στα χέρια των Μακεδόνων. Η λάσπη ήταν η αιτία όλα τα άρματα να αποδειχθούν άχρηστα κατά τη σύγκρουση που ακολούθησε…

Η μάχη του Υδάσπη

Ο Πώρος, όταν πληροφορήθηκε από τους ιππείς που διασώθηκαν ότι ο Αλέξανδρος με ισχυρή δύναμη πέρασε στην όχθη του Υδάσπη όπου βρισκόταν κι ο ίδιος, ένιωσε έκπληξη. Βλέποντας τον Περδίκκα στην απέναντι όχθη έτοιμο να επιτεθεί, άφησε μια μικρή δύναμη από στρατιώτες και ελέφαντες στο στρατόπεδο και ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει τους Μακεδόνες, επικεφαλής δύναμης 4.000 ιππέων, 30.000 πεζών, 200 ελεφάντων και 300 αρμάτων. Μετά από σχετικά σύντομη πορεία, βρήκε περιοχή χωρίς λάσπη, σταμάτησε και παρέταξε τον στρατό του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τόξα των Ινδών ήταν τόσο μεγάλα, ώστε για να χρησιμοποιηθούν, έπρεπε το ένα άκρο τους να στηρίζεται σε στερεό έδαφος!

Ο Πώρος θεωρούσε μεγάλο του όπλο τους ελέφαντες. Τους παρέταξε στην πρώτη γραμμή, σε απόσταση 15 μέτρων τον ένα από τον άλλο (κατά τον Πολύαινο) ή 30 μέτρων κατά τον Αρριανό. Στη δεύτερη γραμμή και σε μικρή απόσταση από τους ελέφαντες, είχαν τοποθετηθεί στα ενδιάμεσα κενά οι πεζοί, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τα τόξα τους αλλά και να αντιμετωπίζουν τους Μακεδόνες που θα επιχειρούσαν να χτυπούν με ακόντια τους ελέφαντες.

Ο Πώρος, όπως φαίνεται, ακολουθούσε αμυντική τακτική. Έτσι, όταν φάνηκε ο Αλέξανδρος με το ιππικό, οι δυνάμεις του παρέμειναν ακίνητες.

Αλλά και ο μεγάλος Μακεδόνας, μόλις είδε από μακριά τον στρατό του Πώρου, σταμάτησε, περιμένοντας να φτάσουν όλες οι δυνάμεις του. Μόλις συγκεντρώθηκε ο στρατός του, ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή να ξεκουραστούν οι άνδρες του, για να μην αρχίσει τη μάχη με τους στρατιώτες «καματηρούς και πνευστιώντας» (καταπονημένους και να αναπνέουν με δυσκολία).

Επίσης, η τακτική που αποφάσισε να εφαρμόσει ήταν τελείως διαφορετική από τις προηγούμενες μεγάλες μάχες που είχε δώσει. Κι αυτό οφειλόταν στην παρουσία των ελεφάντων στον στρατό του Πώρου.

Έτσι, αποφάσισε πρώτα να επιχειρήσει ο ίδιος με το ιππικό και να εξουδετερώσει το ιππικό του Πώρου, διαταράσσοντας ταυτόχρονα την εχθρική φάλαγγα των πεζών. Όταν θα γινόταν αυτό, τότε μόνο ο Σέλευκος, ο Αντιγένης κι ο Ταύρων με τους υπασπιστές, τις δύο τάξεις των πεζέταιρων, τους τοξότες, τους Αγριάνες (αρχαίος θρακικός πολεμικός λαός, περίφημοι τοξότες και κατά πολλούς πρόγονοι των σημερινών Πομάκων) και τους ακοντιστές, θα επιχειρούσαν επίθεση εναντίον των πεζών και των ελεφάντων του Πώρου.

Η μάχη δόθηκε πιθανότατα πριν το μεσημέρι, σε πεδιάδα που βρισκόταν 5-6 χιλιόμετρα ανατολικά από το στρατόπεδο του Πώρου. Ξεκίνησε με τον Αλέξανδρο να κατευθύνει το ιππικό προς το αριστερό άκρο της εχθρικής παράταξης, ενώ οι πεζοί θα προχωρούσαν δεξιότερα ως το κέντρο της, ακολουθώντας το ιππικό από αρκετή απόσταση και μένοντας αρχικά πίσω από τη γραμμή που αυτό θα έφτανε. Κατά κάποιον τρόπο, ακολούθησε ελαφρά παραλλαγμένη την τακτική της λοξής φάλαγγας ξανά. (Περισσότερα για τη λοξή φάλαγγα θα βρείτε σε λαρθρο μας για τη μάχη των Λεύκτρων και τον Επαμεινώνδα που την εφάρμοσε εκεί).

Για να μπορέσει, όμως, ο Αλέξανδρος, να πολεμήσει τους ιππείς του Πώρου, έπρεπε να τους παρασύρει μακριά από τις θέσεις τους. Έστειλε τον Κοίνο, σύμφωνα με τον Αρριανό, με την ιππαρχία του και την ιππαρχία του Δημητρίου, προς τη δεξιά πλευρά της εθρικής παράταξης, με την εντολή μόλις οι ιππείς του Πώρου επιτεθούν εναντίον των άλλων ιππαρχιών του Αλεξάνδρου που θα επιτίθεντο από την αριστερή πλευρά, να τους χτυπήσει από τα νώτα.

Ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την αριστερή πλευρά των αντιπάλων και, όταν έφτασε σε απόσταση βολής, προώθησε πρώτους τους 1.000 ιπποτοξότες, οι οποίοι άρχισαν να ρίχνουν βέλη ασταμάτητα. Παράλληλα, και οι ιππαρχίες των εταίρων του Ηφαιστίωνα και του Περδίκκα επιτέθηκαν στο αριστερό άκρο των δυνάμεων του Πώρου.

Οι Ινδοί αρχικά αιφνιδιάστηκαν, στη συνέχεια όμως, μια και δεν είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις των ιππαρχιών του Κοίνου και του Δημητρίου, μετακινώντας τους ιππείς της δεξιάς πλευράς στην αριστερή, απέκτησαν αριθμητική υπεροχή. Τότε, όμως, ο Κοίνος με τις δύο ιππαρχίες κινήθηκε προς τα αριστερά και βρέθηκε στα νώτα των αντιπάλων. Οι Ινδοί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και μετέτρεψαν το σχήμα της παράταξης σε «αμφίστομον», το μεγαλύτερο δηλαδή και εκλεκτότερο τμήμα της παράταξης να το στρέψουν προς τον Αλέξανδρο και ένα άλλο προς τον Κοίνο. Αυτή, όμως, η ανασυγκρότηση προκάλεσε ταραχή στους Ινδούς. Ο Αλέξανδρος εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον του τμήματος των ιππέων που βρίσκονταν απέναντί του. Αυτοί οπισθοχώρησαν προς τους ελέφαντες, προκαλώντας νέα αναστάτωση.

Ο Πώρος διέταξε επίθεση των ελεφάντων εναντίον των ιππέων. Τα θηρία, όμως, ήταν δυσκίνητα και, όπως αναφέρει ο Πολύαινος, η κίνησή τους «διέσπα κατά πολύ την τάξιν».

Στα κενά που δημιουργήθηκαν, εισχώρησαν οι πεζοί του Αλεξάνδρου και άρχισαν να χτυπούν τους ελέφαντες απ’ όλες τις πλευρές και να ακοντίζουν τους αναβάτες τους. Η μάχη που ακολούθησε δεν έμοιαζε με καμία από τις προηγούμενες, όπως γράφει ο Αρριανός.

Οι ελέφαντες στράφηκαν εναντίον των πεζών του Αλεξάνδρου. Άλλους τους καταπατούσαν και άλλους τους άρπαζαν με τις προβοσκίδες τους και τους έριχναν στο έδαφος. Από την άλλη μεριά, οι πεζοί Μακεδόνες με τις σάρισες, εξόντωναν τους πεζούς Ινδούς, οι οποίοι δυσκολεύονταν να στήσουν τα τόξα στο έδαφος.

Οι Ινδοί ιππείς σχεδόν εξολοθρεύτηκαν από το μακεδονικό ιππικό. Μέσα στην όλη σύγχυση, οι ελέφαντες άρχισαν να καταπατούν αδιακρίτως Έλληνες και Ινδούς. Οι διαταγές του Πώρου ήταν αδύνατο να ακουστούν, ενώ και οι αρχηγοί των επιμέρους τμημάτων έδιναν αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές, όπως γράφει ο Κούρτιος.

Ο Πώρος προσπάθησε να αντιστρέψει την κατάσταση. Συγκέντρωσε γύρω του αρκετούς πολεμιστές. Ο ίδιος ανέβηκε σ’ έναν πελώριο ελέφαντα. Είχε επιβλητικό παράστημα και τα ακόντια που έριχνε έδιναν την εντύπωση ότι είναι βέλη από καταπέλτες. Η διαφαινόμενη, ως τότε, νίκη των Μακεδόνων άρχισε να μετατρέπεται σε ινδική επικράτηση.

Με την παρέμβαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όμως, η τάξη… αποκαταστάθηκε. Έδωσε εντολή οι τοξότες και οι Αγριάνες να χτυπούν τους ελέφαντες και τους αναβάτες τους. Η ορμή της αντεπίθεσης ανακόπηκε. Καθώς οι περισσότεροι αναβάτες των ελεφάντων έπεφταν νεκροί, τα θηρία που ήταν λαβωμένα από τα πολλά τραύματα και χωρίς καθοδήγηση, καταπατούσαν τους πεζούς, κυρίως τους Ινδούς. Καθώς περνούσε η ώρα, οι ελέφαντες καταπονημένοι έκαναν όλο και πιο αδύναμες επιθέσεις. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία οι πεζοί Μακεδόνες να τους εξοντώνουν με τσεκούρια και τις «κοπίδες» (καμπύλα σπαθιά), όπως περιγράφει ο Κούρτιος.

Ο Αλέξανδρος κύκλωσε το ιππικό των Ινδών και σχεδόν το εξόντωσε, ενώ οι εφεδρείες (με επικεφαλής τους Μελέαγρο, Άτταλο και Γοργία), πέρασαν τον Υδάσπη και βοήθησαν σημαντικά, μαζί με τις δυνάμεις του Κρατερού, στην εξόντωση των πεζών του Πώρου.

Έτσι, η μεγάλη μάχη του Υδάσπη, που κράτησε ως το τέλος της μέρας, έληξε με θρίαμβο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Αλέξανδρος και Πώρος: Απολογισμός και τελική εκτίμηση της μάχης του Υδάσπη

Ο Πώρος, αν και τραυματισμένος (9 πληγές είχε, κατά τον Κούρτιο), συνέχισε να πολεμά με λίγους άνδρες. Τελικά, αποχώρησε από το πεδίο της μάχης πάνω σ’ έναν ελέφαντα.

Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Ταξίλη να του συστήσει να παραδοθεί. Ο Πώρος, εχθρικά διακείμενος προς τον Ταξίλη, του έριξε ένα ακόντιο, χωρίς να τον πετύχει. Ο Αλέξανδρος έστειλε τότε στον Πώρο τον παλιό του φίλο, Μερόη. Ο Πώρος, εξαντλημένος από τα τραύματα και εξουθενωμένος από τη δίψα, κατέβηκε από τον ελέφαντα και παραδόθηκε. Ζήτησε κι ήπιε νερό και έπειτα παρουσιάστηκε μπροστά στον Αλέξανδρο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από το παράστημά του, αλλά κυρίως από το φρόνημα και τη γενναιότητά του στη διάρκεια της μάχης.

Ρώτησε τον Πώρο πώς θέλει να του φερθεί. «Βασιλικώς», απάντησε εκείνος. Τον ρώτησε αν θέλει να προσθέσει κάτι άλλο και ο Πώρος είπε : «πάντα εστί εν τω βασιλικώς».

Ικανοποιημένος ο Μέγας Αλέξανδρος, του είπε ότι θα συνεχίσει να ηγεμονεύει στις περιοχές που βασίλευε. Αργότερα, πρόσθεσε κι άλλες περιοχές στο κράτος του και τον άφησε τελείως ανεξάρτητο, χωρίς δηλαδή σατράπη ή στρατιωτική φρουρά στην περιοχή του. Φρόντισε μάλιστα να τον συμφιλιώσει με τον Ταξίλη κι έτσι είχε δύο ισχυρούς συμμάχους στην ευρύτερη περιοχή.

Oι απώλειες του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Υδάσπη, ήταν μεγαλύτερες από κάθε άλλη προηγούμενη μάχη. 230 ιππείς και 80 πεζοί κατά τον Αρριανό, 280 ιππείς και περισσότεροι από 700 πεζοί, κατά τον Διόδωρο, που φαίνεται να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Οι απώλειες του στρατού του Πώρου ήταν, όμως, πολύ μεγαλύτερες. 20.000 πεζοί και 3.000 ιππείς (Αρριανός), 12.000 συνολικά (Διόδωρος). Σκοτώθηκαν οι δύο γιοι του Πώρου, όλοι οι στρατηγοί και οι ιππάρχες, όλοι οι οδηγοί των ελεφάντων και των αρμάτων, τα οποία καταστράφηκαν όλα, ενώ όσοι ελέφαντες επιβίωσαν, πιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν (80 κατά τον Διόδωρο). Επίσης, οι αιχμάλωτοι, σύμφωνα με τον Διόδωρο, ήταν 9.000.

Η διάβαση του Υδάσπη και η μάχη που ακολούθησε θεωρούνται ως μία από τις σημαντικότερες πολεμικές επιχειρήσεις της αρχαιότητας. Στη μάχη έλαμψε η στρατιωτική ιδιοφυία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η στρατηγική και η τακτική που εφάρμοσε, παραμένουν υποδειγματικές.

Ο μεγάλος Έλληνας στρατηλάτης διέταξε να χτιστούν στην περιοχή δύο πόλεις. Η μία στο πεδίο της μάχης, που ονομάστηκε Νίκαια, και η άλλη στο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησε και πέρασε τον Υδάσπη. Αυτή την ονόμασε Βουκέφαλα ή Βουκεφάλα κατά τον Αρριανό, Βουκεφαλία κατά τον Πλούταρχο, για να τιμήσει το αγαπημένο του άλογο, τον Βουκεφάλα, που λόγω της ζέστης και της προχωρημένης ηλικίας του (30 ετών περίπου), ξεψύχησε εκεί.

Μερικά ακόμα στοιχεία για τη μάχη του Υδάσπη

Όπως αναφέραμε, οι Μακεδόνες εντυπωσιάστηκαν από τους Ινδούς σοφούς. Μόλις είδαν τον Μέγα Αλέξανδρο, δεν έδειξαν ούτε ευχαρίστηση ούτε στενοχώρια. Άρχισαν μόνο να κάνουν βήματα σημειωτόν, θέλοντας να του δείξουν ότι όσο κι αν προσπαθήσει στη Γη, δεν θα κερδίσει περισσότερα απ’ όσα βρίσκονται κάτω από τα πόδια του.

Ο Αλέξανδρος ζήτησε από το πιο σοφό απ’ όλους, τον Δάνδαμη, να τον ακολουθήσει. Εκείνος όμως αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δεν επιθυμεί τίποτα απ’ όσα έχει ο βασιλιάς και δεν φοβάται πως ο βασιλιάς μπορεί να του πάρει κάτι.

Ο Κάλανος, γνωστός στα ινδικά ως Σφίνης, που όπως είδαμε ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο, κατακρίθηκε από τους άλλους σοφούς, που τον χαρακτήρισαν «άτομο χωρίς καμία αυτοκυριαρχία».

Ο Πλούταρχος αναφέρει κι ένα ακόμα συμβάν. Ο Αλέξανδρος έστειλε τον φιλόσοφο Ονησίκριτο, μαθητή του Διογένη του Σινώπιου, που είχε μαζί του, να μιλήσει με τους Ινδούς σοφούς. Αυτοί τον ανάγκασαν να βγάλει τα ρούχα του, αφού οι ίδιοι ήταν γυμνοί. Ο Ονησίκριτος άρχισε να τους μιλά για τον Σωκράτη, τον Πυθαγόρα και τον Διογένη και του απάντησαν μόνο ότι εκείνοι έζησαν τη ζωή γτους πολύ υποταγμένοι στους νόμους.

Ο Αθηναίος συγγραφέας Μηχανικός (2ος αι. μ.Χ.) γράφει ότι ο Κάλανος κατηγόρησε τους Έλληνες φιλοσόφους για πολυλογία, ενώ οι Ινδοί σοφοί ήταν ολιγόλογοι ακόμα και σε σοβαρές υποθέσεις. Ο Κούρτιος αναφέρει ότι, όταν ο Αλέξανδρος είδε τη διάταξη του ινδικού στρατού, είπε : «Επιτέλους, να που βλέπω και άξιον για μένα κίνδυνο».

Η διάβαση του Ροδανού από τον Αννίβα (γύρω στο 218 π.Χ.) παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη διάβαση του Υδάσπη από τον Αλέξανδρο. Σίγουρα, όπως αναφέρεται κι από τον Τίτο Λίβιο, ο Καρχηδόνιος ηγέτης είχε βασίσει τα σχέδια του σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτά του Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο Πολύβιος περιγράφει τις σχεδίες που κατασκεύασε ο Αννίβας για να μετακινήσει τους ελέφαντες. Φαίνεται ότι οι σχεδίες που χρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος για να μεταφερθούν τα άλογά του ήταν παρόμοιας κατασκευής.

Το σχέδιο του Αλεξάνδρου να περάσει από το ψηλό ακρωτήριο στο δασωμένο νησί κι από εκεί στην απέναντι όχθη, φαίνεται ότι υιοθέτησε και ο στρατηγός Wolfe κατά την εκστρατεία του στο Κεμπέκ το 1759.

Για την ακριβή τοποθεσία της μάχης και το σημείο απ’ όπου ο Αλέξανδρος πέρασε στην απέναντι όχθη του Υδάσπη, έχουμε τα εξής στοιχεία. Σύμφωνα με τον Φροντίνο, ο Μακεδόνας στρατηλάτης «οδήγησε τον στρατό του απέναντι, σε ένα ψηλότερο σημείο του ποταμού».

Το 1931, ο Aurel Stein διατύπωσε την πλέον πειστική θεωρία για την πορεία του Αλεξάνδρου από τα Τάξιλα ως τον Υδάσπη και τη διάβαση του ποταμού. Φαίνεται πιθανότερο ότι ακολούθησε το μονοπάτι που μέσω του Τσακουάλ, της Άρα και του περάσματος Ναντάνα οδηγεί στο Χαρανπούρ, όπου σήμερα η σιδηροδρομική γέφυρα διασχίζει τον Τζέλουμ. Αυτή η εκδοχή συμφωνεί με όσα γράφουν ο Στράβωνας και ο Πλίνιος.

Το μονοπάτι αυτό ακολουθήθηκε από τον σουλτάνο Μαχμούντ του Γκαζνί το 1014 και από τον αυτοκράτορα Μπαμπούρ το 1519, κατά τις εισβολές τους στην Ινδία.

Το ακρωτήριο είναι το σημερινό Μανγκάλ Ντεβ, που υψώνεται περίπου 335 μέτρα πάνω απ’ την κοίτη του ποταμού.

Τέλος, το νησί Αντμάνα που, όπως είπαμε, είναι το αρχικό νησί όπου αποβιβάστηκαν οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου, έχει μήκος 10 χιλιόμετρα, μέγιστο πλάτος 2,5 χιλιόμετρα και είναι πυκνά δασωμένο.

Η  διάβαση του Υδάσπη από τον Αλέξανδρο μπορεί να παραλληλιστεί με ελάχιστες επιχειρήσεις της παγκόσμιας ιστορίας.Μία από αυτές,είναι η μεταφορά διαμέσου της Μάγχης 2.000 ιπποτών με τα άλογά τους και 3.000 πεζών του Γουλιέλμου του Κατακτητή,στο Πέβενσεϊ της Αγγλίας το 1066,επιχείρηση που χρειάστηκε 12 ημέρες και η αποβίβαση 8.000-10.000 ανδρών του Ερρίκου Ε’ στο Αρφλέρ της Γαλλίας,η οποία έγινε σε 3 μέρες τον Αύγουστο του 1415.

Πρόσφατα

Σχετικά άρθρα