Θυμάμαι κάτι εφηβικά βράδια της δεκαετίας του ’90, απ’ αυτά που δεν κοιμάσαι νωρίς από άποψη και ξενυχτάς μαζί με τον πατέρα που βλέπει τηλεόραση. Ο πατέρας χαζεύει έναν κύριο με γυαλιά, ο οποίος σου φαίνεται τρομερά αστείος. Ο κύριος μιλάει για τα δεινά που θα έρθουν, για τους άχρηστους που ψηφίζουμε και τους προδότες που πιστεύουμε. Μιλάει με υπέρμετρο πάθος και πολύ συχνά χάνει την ψυχραιμία του και ωρύεται, καταντώντας γραφικός. Σπάνια χαμογελάει, έχει μόνιμα μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Και κάποιες φορές, που τις περιμένεις με αγωνία για να γελάσεις, πέφτει θύμα τηλεφωνικής φάρσας. Όλα αυτά, παρέα μ’ έναν φραπέ στο κάτω μέρος της οθόνης.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, όταν πια ξενυχτάς από ανάγκη γιατί δουλεύεις ή γιατί νανουρίζεις ένα μωρό, χαζεύεις στην τηλεόραση τον ίδιο κύριο. Τον έχουν καλέσει σε πάνελ πολιτικής εκπομπής να σχολιάσει τα δεινά που, τελικά, ήρθαν. Δεν μιλάει πια με υπέρμετρο πάθος, δεν χάνει την ψυχραιμία του, δεν έχει στραβωμένο ύφος και αγριεμένο μάτι. Έχει γλυκάνει, έχει μαλακώσει, έχει κατεβάσει τόνους. Ο χρόνος έχει μειώσει την έντασή του. Είναι όμως και κάτι ακόμα, πιο συγκινητικό. Ο κύριος έχει στο βλέμμα τη στωικότητα του ανθρώπου που περίμενε μια ζωή να τον πάρουν στα σοβαρά.
Πώς θα ένιωσε άραγε όταν σήκωσε το τηλέφωνο και άκουσε έναν αρχισυντάκτη να του λέει: «κύριε Λεβέντη, θέλουμε να εμφανιστείτε στην τάδε εκπομπή». Μια εκπομπή που τη βλέπει η μισή Ελλάδα, μια εκπομπή στην οποία άλλοτε ούτε στα όνειρά του δεν θα τον καλούσαν. Σε μια τέτοια εκπομπή κάλεσαν επιτέλους τον κύριο.
Τον παρατηρείς. Δεν σου φαίνεται πια γραφικός, ούτε αστείος. Το αντίθετο μάλιστα. Τώρα σου φαίνεται σοβαρός. Πολύ πιο σοβαρός από κάποιους άλλους καλεσμένους που περιφέρονται στα πάνελ σα μαϊντανοί κι έχουν καταντήσει τη Βουλή τσίρκο. Για την ακρίβεια, μοιάζει σαν αυτός ο κύριος να ξεγύμνωσε απ’ τη σοβαροφάνεια τους διάφορους πολιτικούς αστέρες. Ζούμε αυτά που προέβλεψε. Ψηφίσαμε ανθρώπους που αποδείχθηκαν γραφικότεροι του Λεβέντη που λοιδορούσαμε.
Υ.Γ: Μετά από τόσα χρόνια, ας του το αναγνωρίσουμε.