17.7 C
Thessaloniki
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Πώς πήρε το όνομά της η Αθήνα

Η ιστορία της Αθήνας, της άλλοτε πανίσχυρης πόλης-κράτους της αρχαιότητας, αρχίζει πολλούς αιώνες πριν, χιλιάδες χρόνια, και είναι συναρπαστική. Κι όποιος γνωρίζει έστω και ελάχιστα τη μακρά αυτή ιστορία, δεν μπορεί παρά να νιώθει δέος και θαυμασμό όταν περπατά στους δρόμους της, κάνοντας ένα ταξίδι στον χρόνο και βαδίζοντας στα βήματα σπουδαίων προγόνων.

Πώς όμως προέκυψε το όνομα της ιστορικής αυτής πόλης, που σήμερα κατακλύζουν εκατομμύρια τουρίστες προκειμένου να επισκεφτούν τις γειτονιές της και τα μνημεία που στέκουν στο ίδιο σημείο έπειτα από χιλιάδες χρόνια; Την απάντηση φαίνεται να δίνει ένας μύθος της αρχαιότητας που χάνεται στα βάθη του χρόνου και αφορά τη φιλονικία μεταξύ δύο πανίσχυρων θεών του Ολύμπου για την κυριαρχία της πόλης.

Κατά τη μυθολογία, λοιπόν, η σημερινή πρωτεύουσα της Ελλάδας έχει το όνομα της θεάς Αθηνάς, η οποία υπερίσχυσε στην αναμέτρηση με τον θεό της θάλασσας Ποσειδώνα για να αναδειχθεί το καλύτερο δώρο που θα πρόσφερε ο καθένας τους στην πόλη. Τόσο πολύ αγάπησε η Αθηνά την Αθήνα, ώστε για να μπορέσει να την κρατήσει στην αποκλειστική προστασία της, μάλωσε με τον Ποσειδώνα, που της αμφισβητούσε αυτό το δικαίωμα και πέτυχε να της αναγνωριστεί η κυριότητα της περιοχής με απόφαση των 12 θεών, σε ειδικό δικαστήριο που συστήθηκε επί τόπου, δίνοντας έτσι στους ανθρώπους ένα υπόδειγμα για να λύσουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα, σύμφωνα με το βιβλίο «Ελληνική Μυθολογία» (Οι ήρωες, Ιωάννης Θ. Κακριδής, Εκδοτική Αθηνών).

Την εποχή εκείνη σκέφτηκαν οι θεοί πως πρέπει να πάρουν τις πόλεις της Ελλάδας υπό την προστασία τους, για να χτίζουν οι άνθρωποι ναούς και να τους προσφέρουν θυσίες. Έτσι άρχισαν να μοιράζονται τις πόλεις μεταξύ τους, αλλά όταν δύο θεοί ήθελαν την ίδια πόλη κατέληγαν να φιλονικήσουν μεταξύ τους. Για την Αθήνα, αντιμέτωποι βρέθηκαν η Αθηνά και ο Ποσειδώνας. Για να κερδίσουν την πόλη, άρχισαν έναν αγώνα μεταξύ τους, ποιος θα δώσει το πιο χρήσιμο δώρο.

Μάρτυρας της θεϊκής αυτής διαμάχης ήταν ο βασιλιάς της Αθήνας Κέκροπας, ένα δίμορφο πλάσμα, ο οποίος ήταν μισός άνθρωπος μισός φίδι. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή του μύθου, ο Κέκροπας ήταν ο κριτής της φιλονικίας.

Οι αντίπαλοι ανέβηκαν στον βράχο της Ακρόπολης, όπου βρέθηκαν και οι άλλοι 10 θεοί του Ολύμπου προκειμένου για να κάνουν τον δικαστή στη διαφωνία των δυο θεών, ενώ ο Κέκροπας παρίστατο ως μάρτυρας. Πρώτος ήρθε ο Ποσειδώνας, στάθηκε στη μέση του βράχου και με την τρίαινά του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο έδαφος. Αμέσως ξεπήδησε ένα κύμα αλμυρού νερού που σχημάτισε μια μικρή λίμνη που την ονόμασαν «Ερεχθηίδα θάλασσα».

Ήταν η σειρά της Αθηνάς να παρουσιάσει το δώρο της και αφού κάλεσε τον Κέκροπα για μάρτυρα, φύτεψε μια ελιά πάνω στον βράχο, που ξεπετάχτηκε γεμάτη καρπό. Επρόκειτο για ένα δέντρο που θα σωζόταν για πολλά χρόνια αργότερα. Αφού και οι δύο θεοί είχαν κάνει το δώρο τους, ο Δίας κήρυξε το τέλος του αγώνα και είπε στους άλλους θεούς να κρίνουν σε ποιον θα δοθεί η πόλη. Συγχρόνως ζήτησαν τη μαρτυρία και τη γνώμη του Κέκροπα. Αυτός από το βράχο ψηλά έριξε μια ματιά τριγύρω, αλλά όπου να γύριζε, τα μάτια του αντίκριζαν αλμυρό νερό. Το δέντρο όμως που είχε κάνει η Αθηνά να φυτρώσει ήταν το πρώτο σε όλη τη χώρα και αποτελούσε για την πόλη μια υπόσχεση για δόξα και ευτυχία.

Κρίθηκε λοιπόν ότι το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο και της δόθηκε η κυριαρχία της πόλης, παρά τις υποσχέσεις του Ποσειδώνα πως θα τους κάνει θαλασσοκράτορες. Και έτσι γεννήθηκε η Αθήνα! Ο Ποσειδώνας όμως θύμωσε με την εξέλιξη του αγώνα και καταράστηκε την Αθήνα να μην έχει ποτέ αρκετό νερό. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το πρόβλημα της λειψυδρίας που ταλαιπωρούσε την πόλη.

Στην Αθηνά και στον Ποσειδώνα («θεοί σύνναοι»), ο οποίος εν μέρει ταυτιζόταν με τον Ερεχθέα, αφιερώθηκε το Ερέχθειο, το ιερότερο οικοδόμημα της Ακροπόλεως. Δομικά το Ερέχθειον αποτελείται από δύο τμήματα (ανατολικό και δυτικό). Μία εξάστυλη ιωνική στοά παρείχε είσοδο στο μονόχωρο ανατολικό τμήμα, που ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά. Εκεί φυλασσόταν το πανάρχαιο -όρθιο ή καθιστό- λατρευτικό ξόανο της θεάς, κατασκευασμένο μάλλον από ξύλο και πιθανότατα πρωτόγονης μορφής, στο οποίο απευθυνόταν η λατρεία και το οποίο έντυναν με τον πέπλο κατά την εορτή των Παναθηναίων. Μπροστά από το άγαλμα έκαιγε «χρυσή λυχνία» (λυχνάρι), έργο του Καλλιμάχου (5ος αι. π.Χ.), και πάνω από αυτήν βρισκόταν χάλκινος φοίνιξ. Εκατέρωθεν της εισόδου βρίσκονταν δύο παράθυρα, ενώ η οροφή ήταν ξύλινη και διακοσμημένη με φατνώματα. Στον ημιυπαίθριο προαύλιο χώρο εμπρός από τη δυτική πρόσοψη, ο οποίος προϋπήρχε του Ερεχθείου ως τέμενος προς τιμήν της Πανδρόσου, φυλασσόταν η ιερή ελιά της Αθηνάς, ενθύμιο του μυθικού αγώνα της εναντίον του Ποσειδώνα.

Θεωρείται πως στον παρακείμενο βράχο υπήρχαν τα σημάδια που είχε αφήσει η τρίαινα του Ποσειδώνος κατά τη φιλονικία του με την Αθηνά. Εντός του προδόμου υπήρχε η «Ερεχθηίς θάλασσα», το φρέαρ του αλμυρού νερού που ανέβλυσε όταν ο Ποσειδών χτύπησε το βράχο με την τρίαινα.

Από την πρώτη ελιά της Αθηνάς θεωρείται πως βλάστησαν όλα τα άλλα ελαιόδενδρα της ελληνικής γης. Από την ελιά αυτή δημιουργήθηκαν οι δώδεκα ελιές της Ακαδημίας του Πλάτωνος, που αντιστοιχούν στις δώδεκα πύλες της. Σύμφωνα με το μύθο, ήταν κλώνοι της Ιερής Ελιάς της Αθηνάς. Από αυτές δημιουργήθηκε ο περίφημος Ελαιώνας των Αθηνών, που έδωσε και το όνομά του στην περιοχή.

«Οι Αθηναϊκοί μύθοι και παραδόσεις αποτέλεσαν επί αιώνες την πνευματική κληρονομιά του πληθυσμού και σε αυτήν οι Αθηναίοι αναγνώρισαν την πρώτη Ιστορία τους. Οι παραδόσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, βασιλείς και ήρωες, που διάφορα περιστατικά της ζωής τους συνδέονται με γεγονότα ή σημεία της περιοχής. Η νεότερη έρευνα επανειλημμένα προσπάθησε να εντοπίσει τον ιστορικό πυρήνα που κρύβεται μέσα τους και να τον διαχωρίσει από τα μυθικά και άλλα πρόσθετα περιστατικά. Η ταύτιση των τοπογραφικών στοιχείων του μύθου με συγκεκριμένα σημεία της περιοχής δεν είναι πάντοτε εύκολη», ανέφερε σε διάλεξή της με θέμα «Η Αθήνα στην προϊστορική εποχή», το 1994, για το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, η αρχαιολόγος Μαρία Παντελίδου-Γκόφα.

Σύμφωνα με την ίδια, οι πρώτοι άνθρωποι στην περιοχή της σημερινής Αθήνας φτάνουν κατά το τέλος της Νεολιθικής εποχής, κάπου μεταξύ 3500 και 3200 π.Χ. Τα λίγα σκόρπια ίχνη τους που διασώθηκαν μέχρι σήμερα μαρτυρούν ότι πρώτοι αυτοί διάλεξαν για μόνιμη εγκατάσταση την περιοχή του βράχου της Ακροπόλεως, σύμφωνα με διάλεξη της αρχαιολόγου. Στην αρχή πιθανόν να μη θέλησαν να μείνουν ακριβώς επάνω στην κορυφή, αλλά από ανασκαφές γνωρίζουμε ότι είχαν ασφαλώς διασκορπιστεί στη νότια και βόρεια κλιτύ του βράχου, και ίσως κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το νερό, πρώτο και βασικότερο στοιχείο για την ίδρυση οικισμού, το αντλούσαν από ρηχά πηγάδια βάθους 3-4 μ., 21 για την ακρίβεια, που είχαν ανοίξει στα ΒΔ του βράχου, εκεί όπου αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα.

Τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του ο οικισμός των Αθηνών την παρουσιάζει κατά την τρίτη Μυκηναϊκή περίοδο και ειδικότερα στα πρώτα χρόνια της (1410-1380 π.Χ.). Ο πληθυσμός εξαπλώνεται στο νότιο τμήμα και όλα μαρτυρούν τη γενική ευημερία στην ποιότητα και τα μέσα ζωής. Αντίθετα, η βόρεια πλευρά φαίνεται προσωρινά ακατοίκητη. Και όμως κάπου πρέπει να είχε σχηματισθεί ένας οικισμός, γιατί στην περιοχή της Αγοράς, ιδίως γύρω από τη στοά του Αττάλου, δημιουργείται νεκροταφείο που είναι αρκετά μεγάλο για να αποδοθεί μόνο στις οικογένειες της κορυφής του βράχου. Οι πραγματικά πλούσιοι τάφοι των Αθηνών βρέθηκαν στον Άρειο Πάγο, λαξευτοί μέσα στο βράχο, και αυτοί τουλάχιστον πρέπει να έκρυβαν άρχοντες.

Όλη αυτή η έκταση που ορίζεται στα άκρα της από δύο και τρία νεκροταφεία είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη προηγούμενης εποχής και είναι αδύνατο να παραδεχθούμε ότι αποτελούσε έναν ενιαίο και συνεχή οικισμό. Για να είμαστε πλησιέστερα στην πραγματικότητα, πρέπει να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι ήταν συγκεντρωμένοι κατά ομάδες ή «κατά κώμας» όπως θα έλεγε ο Θουκυδίδης, με τον κεντρικό πυρήνα επάνω στον βράχο και στη νότια κλιτύ. Μερικά σπίτια θα σχημάτιζαν άλλη ομάδα δυτικά της Ακροπόλεως, άλλα ανατολικά του Μουσείου ή κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ιλισού και άλλα στο Ολυμπίειο. Διευκρινίζεται όμως ότι η διάρθρωση αυτή δεν είχε σχέση με συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική διαφοροποίηση των κατοίκων, διότι τα κτερίσματα των δύο μεγάλων νεκροταφείων παρουσιάζουν απόλυτη ποιοτική αντιστοιχία. Ανώτερα υπήρχαν μόνο μέσα στους τάφους του Αρείου Πάγου, αλλά αυτοί, ήταν ηγεμονικοί.
Η «κατά κώμας» οργάνωση του πληθυσμού που διαπιστώνεται ανασκαφικά από τα ευρήματα στον χώρο οδηγεί σε έναν συλλογισμό, σύμφωνα με την κ. Παντελίδου – Γκόφα. Η λέξη Αθήναι, όπως δηλώνει η κατάληξη -ηναι, είναι παλαιότερη των ιστορικών χρόνων και διατυπώνεται πάντοτε κατά πληθυντικό αριθμό. Μήπως λοιπόν ο πληθυντικός αναφέρεται σε αυτή τη διαίρεση και προήλθε από το σύνολο των μικρών οικισμών που όλοι μαζί απαρτίζουν ένα συνοικισμό, όπως συμβαίνει και με τις πόλεις Μυκήναι, Θήβαι; Η ερμηνεία αυτή αποτελεί απλώς ένα συλλογισμό χωρίς άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ η παράδοση αποδίδει το όνομα Αθήναι σε μεταγενέστερους χρόνους μετά τον «συνοικισμό» του Θησέως και οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν παλαιότερα ονόματα της πόλεως, όπως Κεκροπίς και Ερεχθηίς.

Δεν είναι ξεκάθαρο το πότε ακριβώς χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το όνομα «Αθήνα» για την περιοχή που σήμερα αποτελεί την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ως ρίζα του ονόματος προτάθηκε στο παρελθόν η λέξη ἄθος ή ἄνθος για να δηλώσει την Αθήνα ως πόλη ανθούσα, αλλά και το επικό ρήμα θάω (θέμα θη–), δηλαδή θηλάζω, που δηλώνει ότι η Αθήνα έχει εύφορη γη. Δεν έγιναν όμως ευρέως αποδεκτές. Ο μύθος, άλλωστε, είναι πάντα περισσότερο συναρπαστικός…

Πρόσφατα

Σχετικά άρθρα