Τρία χρόνια και τρεις μήνες μετά τον ομαδικό βιασμό και τη στυγερή δολοφονία της φοιτήτριας Μεσογειακών Σπουδών στη Ρόδο, Ελένης Τοπάλουδη, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών καλείται από σήμερα να εκδικάσει την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, η οποία ευλόγως συγκλόνισε το πανελλήνιο τόσο για την αγριότητα της, όσο και για την προκλητική στάση των δύο κατηγορουμένων.
Η δίκη σε δεύτερο βαθμό διεξάγεται, όπως και πρωτοδίκως στην Αθήνα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου, ο οποίος είχε ζητήσει τη μεταφορά της υπόθεσης επικαλούμενος λόγους «ασφαλείας και διασάλευσης της δημόσιας τάξης», αν η δίκη διεξαγόταν στη Ρόδο, όπου και διαπράχθηκε το στυγερό έγκλημα.
Κατηγορούμενοι και ήδη καταδικασθέντες σε πρώτο βαθμό σε ισόβια και 15 χρόνια κάθειρξη, είναι ο 25χρονος σήμερα Ροδίτης Μανώλης Κούκουρας, ο οποίος -όπως αποκάλυψε το CNN Greece – μετήχθη στις 8 Φεβρουαρίου στις φυλακές Κορυδαλλού από αυτές των Γρεβενών, όπου κρατείται, ενόψει της δίκης, καθώς και ο 23χρονος σήμερα Αλβανός Αλέξανδρος Λουτσάι, ο οποίος –σύμφωνα με πληροφορίες- δήλωσε στη διοίκηση της φυλακής ότι δεν επιθυμεί να παραστεί στη δίκη.
Κατά περίπτωση οι δυο κατηγορούμενοι, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης τους, όπως άλλωστε είχε τονίσει η εισαγγελέας της έδρας, «ενέπαιζαν με τη στάση τους το δικαστήριο, διασύροντας τη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη» είχαν αιτηθεί τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μεταμέλειας μετά την πράξη, της καλής συμπεριφοράς στο δικαστήριο, του πρότερου σύννομου βίου και της μετεφηβικής ηλικίας, ενώ ο Ροδίτης είχε ζητήσει να του αναγνωριστεί ακαταλόγιστο ή επικουρικά μειωμένος καταλογισμός.
Κι όλα αυτά για να αποφύγουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, κάτι το οποίο θα επιχειρηθεί από τους συνηγόρους τους κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό.
Ομόφωνα, όμως, τακτικοί και λαϊκοί δικαστές στις 15 Μαΐου 2020 με τα στοιχεία της δικογραφίας να βοούν, απέρριψαν τα αιτήματά τους, επιβάλλοντάς τους την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για τον ομαδικό βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, το άψυχο σώμα της οποίας είχε βρεθεί στις 28 Νοεμβρίου 2018, από κλιμάκιο του Λιμενικού στη Λίνδο, στον βραχώδη όρμο «Φώκια» στους Πεύκους.
Το βούλευμα
Οι δραματικές στιγμές που έζησε η άτυχη φοιτήτρια στο σπίτι-κολαστήριο αποτυπώνονται άλλωστε λεπτομερώς στο βούλευμα που εκδόθηκε για την υπόθεση. Σύμφωνα με αυτό «ενώ η παθούσα ήταν αβοήθητη, έρμαιο στις σεξουαλικές διαθέσεις τους, πέραν της συνουσίας, εκμεταλλευόμενοι την εκμηδένιση της αντίστασής της, λόγω της σωματικής και ψυχικής εξάντλησής της, εξανάγκασαν αυτήν να ανεχθεί επιπλέον ασελγείς πράξεις. Στην προβαλλόμενη δε άρνηση της παθούσας να προβεί στην ασελγή πράξη, οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν έντονη ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες, γρονθοκόπησαν αυτή με δύναμη στο πρόσωπο, με συνέπεια εκείνη να ζαλιστεί και να χάσει στιγμιαία τις αισθήσεις της».
Στη συνέχεια «ανακτώντας μετά από λίγο τις αισθήσεις της , δήλωσε στους κατηγορούμενους την πρόθεσή της να τους καταγγείλει στην αστυνομία, πυροδοτώντας έτσι το θυμό τους και παράλληλα την ανησυχία τους ότι θα συλληφθούν και θα υποστούν ποινικές κυρώσεις για την ανωτέρω συμπεριφορά τους. Ενόψει αυτής της δυσάρεστης για εκείνους προοπτικής, οι κατηγορούμενοι προέβησαν τότε σε στάθμιση των δεδομένων και αποφάσισαν από κοινού τη φυσική εξόντωση της παθούσας ώστε να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα μελλοντικής σε βάρους τους καταγγελίας.. Και ενώ η παθούσα παρέμενε εξασθενημένη και σε σχεδόν λιπόθυμη κατάσταση εξαιτίας του βαρέως τραυματισμού της, ο οποίος είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια του βιασμού, οι κατηγορούμενοι αποδεχόμενοι πλήρως ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα με γροθιές και σίδερο σιδερώματος στην κεφαλή αυτής, προκαλώντας της έντονη αιμορραγική διήθηση, ενώ επιπλέον επιχείρησαν να την θανατώσουν και διά στραγγαλισμού».
Όπως αναφέρεται στο βούλευμα, «παρά τις σχετικές έντονες παρακλήσεις της να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο, οι κατηγορούμενοι επέδειξαν εμμονή στον εγκληματικό τους σχεδιασμό και μετέφεραν αυτήν γυμνή στο αυτοκίνητο προκειμένου να ολοκληρώσουν το προαποφασισμένο από αυτούς κακούργημα της ανθρωποκτονίας».
Οι κατηγορούμενοι μετέβησαν σε βραχώδη παραλία στην περιοχή της Λίνδου και έριξαν την εξουθενωμένη και ήδη βαριά χτυπημένη Ελένη στον γκρεμό, από ύψος περίπου 10 μέτρων πάνω από τη θάλασσα. Η μάχη του κοριτσιού ήταν πλέον άνιση καθώς «οι ήδη προκληθείσες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, η διάχυτη εγκεφαλική αιμορραγία και το οίδημα από τα χτυπήματα στο κεφάλι της, καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια της να κινηθεί αποτελεσματικά ώστε να επιπλεύσει. Ο θάνατος της Ελένης Τοπαλούδη “επήλθε συνεπεία πνιγμού”».
Οι συγκλονιστικές φιγούρες των γονιών της Τοπαλούδη
Συγκλονιστικές φιγούρες καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό υπήρξαν οι γονείς της Ελένης Τοπαλούδη, οι οποίοι καταθέτοντας με δάκρυα στα μάτια περιέγραφαν τον χαρακτήρα του παιδιού τους. Ενός κοριτσιού που είχε αρχές και αξίες, που αγαπούσε τον συνάνθρωπο και σεβόταν το διαφορετικό. Αμφότεροι ξέσπασαν σε λυγμούς όταν άκουγαν την αγόρευση της εισαγγελέως της έδρας Αριστοτέλειας Δόγκα να αναφέρεται από τη μια στην ηθική διαστροφή του χαρακτήρα των κατηγορουμένων και όσα έλαβαν χώρα στο σπίτι – κολαστήριο της Λίνδου και από την άλλη στην Ελένη, το κορίτσι με τα όνειρα και τους πολύ υψηλούς στόχους, που αντιστάθηκε με απίστευτο σθένος στο σπίτι του τρόμου. «Αν μπορώ να σας απαλύνω το πόνο θα σας πω ότι είναι ένα κορίτσι-σύμβολο… Η Ελένη αντιστάθηκε με ηρωισμό που ούτε άντρας δεν το κάνει. Φτιάξατε ένα κόσμημα. Αυτή είναι το δώρο της ζωής, αυτοί είναι η κατάρα της ζωής τους», είχε πει χαρακτηριστικά η εισαγγελέας απευθυνόμενη στους γονείς της άτυχης φοιτήτριας, δείχνοντας ταυτόχρονα προς τους δυο κατηγορουμένους.
Η εισαγγελέας είχε επισημάνει ότι οι δυο κατηγορούμενοι είχαν στοχοποιήσει την Ελένη, η οποία, όπως ανέφερε, εκείνο το διάστημα ήταν ευάλωτη. «Είχαν σχέδιο να τη βιάσουν. Και νεκρή θα την βίαζαν. Η Ελένη δεν ήθελε, αντιστάθηκε, αρνήθηκε, πάλεψε. Η Ελένη ήταν αθώα αλλά με δύναμη ψυχής. Πήγε σε άγρια θηρία. Δεν υπέκυψε σε αυτούς τους εγκληματίες και το πλήρωσε με τη ζωή της. Φώναξε και εκεί άρχισαν το ξύλο. Την πήγαν σηκωτή εκεί που ήταν το στρώμα για να είναι πιο άνετα. Ο ένας κατηγορούμενος της κράταγε τα χέρια και ο άλλος την χτύπαγε. Οι ρόλοι εναλλάσσονταν… Η άρνηση και η σθεναρή αντίσταση της κοπέλας, πυροδοτούσε τον θυμό των κατηγορουμένων, οι οποίοι «σκέφθηκαν ότι η Ελένη αν ζήσει θα τους καταδώσει και έτσι αποφάσισαν να τελειώσουν μαζί της».
Σοκαριστική υπήρξε και η περιγραφή του διοικητή του κλιμακίου ειδικών αποστολών του Λιμενικού Σώματος, Θωμά Ζόβα, ο οποίος διενήργησε τις έρευνες για την υπόθεση της άγριας δολοφονίας. Καταθέτοντας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε τονίσει ότι «μέσα στο σπίτι υπήρχαν αίματα στους τοίχους. Φαίνεται ότι η κοπέλα πάλεψε. Τα ίχνη δεν ήταν εμφανή γιατί τα είχαν καθαρίσει. Ό,τι έγινε -έγινε μάλλον στα γρήγορα».
Ο μάρτυρας μάλιστα είχε υποστηρίξει πως από τύχη βρέθηκε στη θάλασσα το πτώμα της Ελένης. «Ήταν φρέσκο, αν είχε βυθιστεί, μπορούσε να είχε χαθεί. Όταν την πετούσαν στη θάλασσα πρόθεση τους ήταν να την εξαφανίσουν… Το να κουβαλήσω κάποιον και να τον κατεβάσω από τη σκάλα είναι κάτι εφικτό. Το να τον πετάξεις όμως στη θάλασσα θέλει δυο. Για να μπορέσει να φύγει σε απόσταση έπρεπε να πεταχθεί με δύναμη…».