Για υπερβολική χρήση βίας εναντίον πολιτών και προσφύγων κατηγορεί την Ελληνική Αστυνομία ο επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Νιλς Μουίζνιεκς, σε επιστολή του που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα και την οποία είχε αποστείλει, από τις 18 Απριλίου 2017, στους υπουργούς Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή και Δημόσιας Τάξης Νικόλαο Τόσκα.
Στην επιστολή του ο επίτροπος αναφέρει ότι έχει στα χέρια του πληθώρα τεκμηριωμένων και πολύ σοβαρών περιπτώσεων κακομεταχείρισης πολιτών από αστυνομικούς, που, όπως υπογραμμίζει, «καταδεικνύουν το μακροχρόνιο και συστηματικό πρόβλημα της υπερβολικής χρήσης βίας στην επιβολή του νόμου, το οποίο απαιτεί αποφασιστική και συστηματική δράση της Ελλάδας».
Παρά την έγκριση, τον περασμένο Δεκέμβριο, νόμου που θεσπίζει εθνικό μηχανισμό για τη διερεύνηση περιστατικών αυθαιρεσίας στις δυνάμεις ασφαλείας και στις εγκαταστάσεις κράτησης, ο Νιλς Μουίζνιεκς τονίζει πως, με βάση την πληθώρα των νέων αναφορών για κακομεταχείριση, χρειάζεται να εγκριθούν και μέτρα πρόληψης, τα οποία θα υποχρεωθούν να εφαρμόζουν αστυνομικοί, δικαστές και εισαγγελείς.
Επιπλέον, ο επίτροπος, αφήνοντας υπαινιγμούς ότι στην Ελλάδα του 2017 γίνονται και βασανισμοί από τις αστυνομικές αρχές, καλεί την ελληνική κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι ο ορισμός των βασανιστηρίων που περιέχεται στον ελληνικό ποινικό κώδικα είναι πλήρως ευθυγραμμισμένος με εκείνον που περιλαμβάνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων.
Καλεί, επίσης, τις Αρχές να αναθεωρήσουν την υφιστάμενη νομοθεσία, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι δικαστικές αρχές θα επιβάλλουν πάντοτε επαρκείς και αποτρεπτικές κυρώσεις στους φορείς επιβολής του νόμου, όταν αποδεικνύεται η συμμετοχή τους σε κακομεταχείριση και βασανιστήρια.
Στην απάντησή τους προς τον επίτροπο, που δόθηκε στις 26 Απριλίου 2017, οι υπουργοί Κοντονής και Τόσκας αποφεύγουν να ζητήσουν τις «τεκμηριωμένες και πολύ σοβαρές αναφορές» για κακομεταχείριση πολιτών από την αστυνομία που έχει στα χέρια του ο επίτροπος. Περιορίζονται απλώς σε γενικόλογες διαβεβαιώσεις, ότι όλες οι περιπτώσεις διερευνώνται και ότι επιδιώκεται βελτίωση του σχετικού νόμου.
Αν μη τι άλλο, ωστόσο, το γεγονός ότι μέχρι σήμερα κανείς από τους δύο προαναφερθέντες υπουργούς δεν δημοσιοποίησε στην Ελλάδα αυτήν την -όχι και τόσο τιμητική για τη χώρα- αλληλογραφία, φανερώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση μάλλον ήθελε να αποκρύψει τα στοιχεία κακομεταχείρισης και βασανισμών πολιτών από την αστυνομία, παρά να τα αποκαλύψει και να τιμωρήσει τους υπευθύνους.